Τα άρθρα 16 και 18 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ και, σύμφωνα με αυτά, το άρθρο 7 Ν. 2859/2000, προβλέπουν περιπτώσεις όπου, πράξεις που δεν φέρουν τα χαρακτηριστικά που απαιτούνται για να θεωρηθούν φορολογητέες, ωστόσο λογίζονται ως οιονεί παραδόσεις αγαθών υπαγόμενες σε ΦΠΑ. Πρόκειται, δηλαδή, για τις περιπτώσεις αυτοπαράδοσης αγαθών.
Πιο συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 18 περ α της νέας οδηγίας και κατά την παρ. 1 του άρθρου 7 του παρόντος νόμου, παράδοση αγαθών αποτελεί η διάθεση, από υποκείμενο στο φόρο, αγαθών της επιχείρησής του, για τις ανάγκες της, υπό την προϋπόθεση ότι πρόκειται για αγαθά για τα οποία δεν παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης, κατά το άρθρο 30 παρ. 4 του οικείου νόμου.
Το Δικαστήριο της Ένωσης, υπό την ισχύ της 6ης οδηγίας, έκρινε ότι, προκειμένου να θεωρηθεί μια τέτοια διάθεση αγαθών ως παράδοση υπαγόμενη σε ΦΠΑ, θα πρέπει α) το αγαθό να έχει παραχθεί, κατασκευασθεί, μεταποιηθεί ή εισαχθεί στο πλαίσιο της λειτουργίας της επιχείρησης, πρόκειται δε τόσο για τα αγαθά που παράγονται, κατασκευάζονται ή μεταποιούνται από την ίδια την επιχείρηση όσο και εκείνα που παράγονται, κατασκευάζονται ή μεταποιούνται από τρίτον, με υλικά που του διαθέτει η ίδια η επιχείρηση β) το αγαθό θα πρέπει να το χρησιμοποίησε ο υποκείμενος στο φόρο, για να καλύψει ανάγκες της επιχείρησής του γ) η απόκτηση του αγαθού από άλλον υποκείμενο στο φόρο δε θα πρέπει να έχει δημιουργήσει υπέρ του πρώτου υποκείμενου στο φόρο δικαίωμα ολικής έκπτωσης από τον ΦΠΑ1.
Περαιτέρω, το άρθρο 16 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ και το άρθρο 7 παρ. 2 περ β προβλέπουν ως παράδοση αγαθών και την ανάληψη από υποκείμενο στο φόρο αγαθών της επιχείρησής του, για την ικανοποίηση αναγκών του ή του προσωπικού του και γενικά η δωρεάν διάθεση αγαθών για σκοπούς ξένους προς την άσκηση της επιχείρησης. Εξαίρεση αποτελούν τα δώρα μέχρι αξίας δέκα (10) ευρώ και τα δείγματα που διαθέτει ο υποκείμενος στο φόρο για την εκπλήρωση των σκοπών της επιχείρησής του.
Ως προς την έννοια του δείγματος, το ΔΕΕ την ορίζει ως το δείγμα προϊόντος που προορίζεται για την προώθηση των πωλήσεων του εν λόγω προϊόντος και καθιστά δυνατή την αξιολόγηση των χαρακτηριστικών και των ιδιοτήτων του, χωρίς το προϊόν να καταλήγει σε τελικό καταναλωτή κατά τρόπο διαφορετικό από τον αναμενόμενο στο πλαίσιο τέτοιων ενεργειών προωθήσεως. Εν συνεχεία, ως προς τα δώρα μικρής αξίας, το ΔΕΕ έχει αποφανθεί ότι δεν εμποδίζεται ο εθνικός νομοθέτης να θεσπίζει ανώτατο χρηματικό όριο για τέτοιου είδους δώρα που δίνονται στο ίδιο πρόσωπο σε διάστημα δώδεκα (12) μηνών ή που αποτελούν μέρος σειράς δώρων ή που δίνονται διαδοχικά. Κι αυτό διότι η οδηγία δίνει στον εθνικό νομοθέτη περιθώριο εκτιμήσεως της παρούσας διάταξης, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θίγεται ο σκοπός της2.
Η ελληνική νομολογία έχει διατυπώσει την κρίση ότι η δωρεάν διάθεση δειγμάτων από τα προϊόντα που παράγει η επιχείρηση, που επιτελούν ρόλο διαφημιστικό με στόχο την προώθηση των εμπορευμάτων της δεν αποτελεί φορολογητέα πράξη, εφόσον δεν πρόκειται για τα αγαθά του άρθρου 30 παρ. 4 Ν. 2859/2000. Αν όμως πρόκειται για τα αγαθά που περιλαμβάνονται στην ως άνω διάταξη, τότε η δωρεάν διάθεση δειγμάτων τους από την επιχείρηση που τα παράγει υπόκειται σε ΦΠΑ3.
1 ΔΕΕ αποφ 21-2-2014, υπόθ 128/2014
2 ΔΕΕ αποφ 30-9-2010, υποθ 581/08
3 ΔΕφΑθ, 701/2009, ΔΕφΑΘ 379/2014