Ως προς την έννοια της παράδοσης, αξίζει να αναφερθεί η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ένωσης, κατά την οποία η έννοια της παράδοσης αγαθού δεν αναφέρεται αποκλειστικά στην μεταβίβαση κυριότητας κινητού, υπό τις μορφές που προβλέπει το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, αλλά περιλαμβάνει και κάθε πράξη μεταβίβασης ενσώματου αγαθού από συμβαλλόμενο, ο οποίος εξουσιοδοτεί τον αντισυμβαλλόμενό του να διαθέτει στην πράξη το εν λόγω αγαθό ως κύριος1.
Από την προαναφερθείσα νομολογιακή κρίση, προκύπτει το γεγονός ότι, λόγω του ότι δεν υφίσταται παραπομπή στην νέα οδηγία στο εθνικό δίκαιο του κάθε κράτους – μέλους, ώστε να ρυθμιστεί το περιεχόμενο της έννοια της παράδοσης, η τελευταία είναι έννοια κοινοτική, συνιστώντας αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης, η οποία, για τον λόγο αυτό, πρέπει να τυγχάνει ενιαίας και συνολικής ερμηνείας σε όλη την Ένωση, ώστε να αποφευχθούν οι διαφορετικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις από το ένα κράτος – μέλος στο άλλο. Συνέπεια των ανωτέρω συνιστά το γεγονός ότι η έννοια της παράδοσης αγαθών δεν περιορίζεται σε πράξεις μεταβίβασης κυριότητας, όπως αυτές προβλέπονται από το στενό εθνικό νομοθετικό πλαίσιο, λ.χ. την πώληση ή την ανταλλαγή2. Για να θεμελιωθεί παράδοση αγαθού δεν απαιτείται αναγκαστικά σύμβαση αμφοτεροβαρής μεταβιβαστική της κυριότητας, αλλά αρκεί οποιαδήποτε πράξη συνεπάγεται μεταβίβαση εξουσίας διάθεσης ενσώματου αντικειμένου με δικαίωμα κυριότητας, προϋπόθεση της οποίας η συνδρομή κρίνεται από το εθνικό δικαστήριο.
Περαιτέρω, στην παρ. 2 του άρθρου 5 Ν. 2859/2000, γίνεται ιδιαίτερη μνεία για την περίπτωση που η πώληση ή αγορά αγαθών γίνεται από παραγγελιοδόχο που ενεργεί στο όνομά του, οπότε η παράδοση λογίζεται ότι λαμβάνει χώρα μεταξύ αυτού και του παραγγελέα, ενώ ο παραγγελιοδόχος λογίζεται ως αγοραστής ή πωλητής ως προς τον παραγγελέα3.
Επιπροσθέτως, κατά το άρθρο 14 παρ. 2 περ α της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, όπως και με το άρθρο 5 παρ. 2 περ β Ν. 2859/2000, ως παράδοση αγαθού λογίζεται και η μεταβίβαση κυριότητας αγαθού, με καταβολή αποζημίωσης, η οποία ενεργείται κατόπιν επιταγής δημόσιας αρχής ή στο όνομά της ή σε εκτέλεση νόμου4. Το χαρακτηριστικό, στην περίπτωση αυτή, είναι η κτήση κυριότητας ελλείψει της βούλησης του μεταβιβάζοντος5, στοιχείο, ωστόσο, που δεν ασκεί επιρροή στο γεγονός της μεταβίβασης εξουσίας διαθέσεως ενσώματου αντικειμένου, με την ιδιότητα του κυρίου, γι’ αυτό και υπόκειται σε ΦΠΑ.
Εν συνεχεία, κατά το άρθρο 14 παρ 2 περ β της νέας οδηγίας και σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 3 περ α Ν. 2859/2000, ως παράδοση λογίζεται και η πώληση αγαθών με τον όρο παρακράτησης της κυριότητας, μέχρι την αποπληρωμή του τιμήματος. Σε αυτή την περίπτωση, ο φόρος είναι καταβλητέος άμεσα και όχι κατά το χρόνο κτήσης της κυριότητας6.
Αξίζει, στο σημείο αυτό, να αναφερθεί και η κρίση του Δικαστηρίου της Ένωσης, περί της παράδοσης ψηφιακού βιβλίου επί υλικού υποθέματος, η οποία συνιστά παράδοση αγαθού, ενώ η ηλεκτρονική παράδοση ψηφιακού βιβλίου, κατά το άρθρο 24 παρ.1 και 25 της οδηγίας, συνιστά παροχή υπηρεσιών. Μάλιστα, στην πρώτη περίπτωση η φορολόγηση γίνεται με μειωμένο συντελεστή, ενώ, στην ηλεκτρονική παράδοση, επιβάλλεται φόρος βάσει κανονικού συντελεστή, ενώ αποκλείεται η εφαρμογή μειωμένου συντελεστή. Σκοπός της εφαρμογής μειωμένου συντελεστή στις παραδόσεις βιβλίων επί υλικού υποθέματος είναι η προώθηση της ανάγνωσης, γεγονός που επιβεβαιώνεται ότι αποκλείεται ο μειωμένος συντελεστής σε οποιοδήποτε έντυπο υλικό που κυκλοφορεί για διαφημιστικούς σκοπούς. Ωστόσο, η παράδοση ηλεκτρονικών βιβλίων συντείνει ακριβώς στον ίδιο σκοπό, ήτοι στην πρόσβαση των Ευρωπαίων πολιτών στο περιεχόμενο των βιβλίων. Παρά τα ανωτέρω, το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι δεν υφίσταται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, καθώς η θέσπιση αυτής της ρύθμισης περί αποκλεισμού μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ στις ηλεκτρονικές παραδόσεις ψηφιακού βιβλίου, επιδιώκει τον νόμιμο σκοπό της διαμόρφωσης ενιαίου φορολογικού καθεστώτος για όλες τις ηλεκτρονικά παρεχόμενες υπηρεσίες, προκειμένου να είναι βέβαιος ο εφαρμοστέος ΦΠΑ και να είναι εύκολα διαχειρίσιμος από τις φορολογικές διοικήσεις και τους φορολογούμενους, στο πλαίσιο της αρχής της ασφάλειας δικαίου7.
Τέλος, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 5 Ν. 2859/2000, δεν αποτελεί παράδοση αγαθών η μεταβίβαση αγαθών επιχείρησης ως συνόλου, κλάδου ή μέρους της, από επαχθή ή χαριστική αιτία ή με τη μορφή εισφοράς σε υφιστάμενο ή συνιστώμενο νομικό πρόσωπο, αλλά το αποκτών τα αγαθά πρόσωπο υπεισέρχεται ως διάδοχος στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του μεταβιβάζοντος.
Το Δικαστήριο της Ένωσης έχει κρίνει ότι η έννοια της μεταβιβάσεως συνόλου ή μέρος συνόλου αγαθών καλύπτει τη μεταβίβαση στοιχείων του ενεργητικού επιχειρήσεως ή αυτοτελούς μέρους επιχειρήσεως που περιλαμβάνουν ενσώματα και, ενδεχομένως, άυλα στοιχεία, τα οποία συναποτελούν μια επιχείρηση ή ένα μέρος επιχειρήσεως που είναι σε θέση να συνεχίσει αυτοτελή οικονομική δραστηριότητα, αλλά δεν καλύπτει την απλώς και μόνο μεταβίβαση αγαθών, όπως η πώληση αποθέματος προϊόντων. Ως εκ τούτου, η μεταβίβαση μετοχών ή εταιρικών μεριδίων, προκειμένου να εξομοιωθεί με μεταβίβαση συνόλου ή μέρους συνόλου αγαθών, θα πρέπει να δίνει τη δυνατότητα συνέχισης αυτοτελούς οικονομικής δραστηριότητας και να υπάρχει πρόθεση του αποκτώντος να εκμεταλλευτεί τα στοιχεία του ενεργητικού της επιχείρησης που του μεταβιβάστηκαν και όχι απλώς να τα ρευστοποιήσει8.
Παρομοίως, θεωρείται ότι υφίσταται μεταβίβαση συνόλου αγαθών επιχείρησης, ακόμη και χωρίς να μεταβιβαστεί κυριότητα ακινήτων της επιχείρησης, αν η συνέχιση της αυτοτελούς οικονομικής δραστηριότητας του αποκτώντος δεν απαιτεί ιδιαίτερο εξοπλισμό και ακίνητα. Αντίθετα, όταν η συνέχιση της οικονομικής δραστηριότητας του αποκτώντος απαιτεί την εκμετάλλευση αδιαίρετου συνόλου κινητών και ακινήτων, τότε για να υπάρξει μεταβίβαση συνόλου αγαθών, χρειάζεται το ακίνητο να τεθεί στη διάθεση του αποκτώντος. Αυτό επιτυγχάνεται είτε με σύμβαση μίσθωσης είτε αν ο αποκτών διαθέτει κατάλληλο ακίνητο όπου μπορεί να μεταστεγαστεί το σύνολο των στοιχείων που μεταβιβάζονται, προκειμένου να συνεχίσει εκεί να ασκεί την οικονομική του δραστηριότητα9.
Σε εθνικό επίπεδο, το ΣτΕ έχει αποφανθεί ότι υφίσταται μεταβίβαση του ενεργητικού επιχείρησης ως συνόλου, ακόμη και όταν η μεταβίβαση προς τον αποκτώντα πραγματοποιήθηκε όχι με μια, αλλά με περισσότερες διαδοχικές πράξεις, ήτοι με την περιέλευση, με περισσότερες εκπλειστηριάσεις, των στοιχείων του ενεργητικού της υπό εκκαθάριση επιχείρησης, σε ένα μόνο αγοραστή, καθώς έτσι διατηρείται η λειτουργικότητα των στοιχείων του ενεργητικού, η οποία καθιστά δυνατή την αυτοτελή συνέχιση της οικονομικής δραστηριότητας της επιχείρησης10
1 ΔΕΕ απόφ. της 3-6-2010, υπόθ. 237/09, ΔΕΕ αποφ. της 11-2-2010, υπόθ. 88/2009, ΔΕΕ αποφ της 21-11-2013 υποθ 494/2012
2 Κ. Φινοκαλιώτης, Ευρωπαϊκό φορολογικό και τελωνειακό δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλας Α.Ε., 2015, σελ. 165
3 ΣτΕ 3258-3259/2014, όπου κρίθηκε ότι “... επί παραγγελιοδοχικής εργασίας αγοράς, ο παραγγγελιοδόχος αγοράς ενεργών στο όνομά του, αλλά για λογαριασμό του παραγγελέως του, αγοράζει προϊόντα από προμηθευτή τα οποία παραδίδει στον παραγγελέα του, η οποία παράδοση θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου παράδοση αγαθών, για την οποία οφείλεται ΦΠΑ...”
4 ΣτΕ 4183/2005, όπου, σε πλειστηριασμό, κατακυρώθηκε, υπέρ της τράπεζας, ολόκληρο εργοστασιακό συγκρότημα, επί της αξίας του οποίου η τράπεζα κατέβαλε τον αντίστοιχο ΦΠΑ. Με την παρούσα απόφασή του, το Δικαστήριο έκρινε ότι η εταιρεία δεν οφείλει ΦΠΑ, διότι “...δεν συνιστά παράδοση αγαθών και δεν υπόκειται, ως εκ τούτου, στον εν λόγω φόρο, κάθε, κατ` αρχήν, μεταβίβαση των στοιχείων επιχειρήσεως, ή αυτοτελούς τμήματος της, ως συνόλου προοριζόμενου για περαιτέρω οικονομική εκμετάλλευση τούτο δε ανεξάρτητα αν η επιχείρηση λειτουργεί κατά τη μεταβίβαση και αν η λειτουργία της αυτή συνεχίζεται από εκείνον στον οποίο μεταβιβάζονται τα στοιχεία της...”.
5 Κ. Φινοκαλιώτης, Ευρωπαϊκό φορολογικό και τελωνειακό δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλας Α.Ε., 2015, σελ. 167-168
6 ΔεφΘεσσαλ 1780/2000, όπου κρίθηκε ότι ο ΦΠΑ που καταβλήθηκε επί αγοράς κινητού επενδυτικού αγαθού, ήτοι επί αγοράς λεωφορείου από εταιρεία εκμετάλλευσης λεωφορείων, με τον όρο παρακράτησης της κυριότητας από τον πωλητή, μέχρι την αποπληρωμή του τιμήματος, ο αγοραστής δεν δικαιούται να ζητήσει την επιστροφή του ΦΠΑ που κατέβαλε, αν δεν αποπληρώσει το τίμημα ή να προβεί σε συμψηφισμό του ποσού αυτού, εκτός αν πώλησε τα αγαθά που αγόρασε. Η ανωτέρω νομολογιακή κρίση επιβεβαιώνει το γεγονός ότι χρόνος καταβολής του ΦΠΑ είναι ο χρόνος της παράδοσης και όχι ο χρόνος κτήσης της κυριότητας, όταν αποπληρωθεί το τίμημα.
7 ΔΕΕ αποφ 7-3-2017 υποθ 390/2015
8 ΔΕΕ απόφ. της 30-5-2013, υπόθ 651/2011
9 ΔΕΕ αποφ 10-11-2011 υποθ 444/2010
10 ΣτΕ 4327/2014