Είναι δεδομένο το γεγονός ότι υφίστανται οικονομικές δραστηριότητες, των ο οποίων η φύση και ο χαρακτήρας είναι εμφανής και ξεκάθαρος, με αποτέλεσμα να μπορούν να χαρακτηριστούν, χωρίς αμφιβολία, είτε ως παραδόσεις αγαθών είτε ως παροχή υπηρεσιών, ανάλογα με τα ειδικότερα χαρακτηριστικά που τις συνοδεύουν. Ωστόσο, ενδέχεται να ανακύψουν περιπτώσεις όπου δεν είναι τόσο απλός ο χαρακτηρισμός μιας πράξης ως παράδοσης αγαθού ή ως παροχής υπηρεσιών, καθώς, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες, υπό τις οποίες υλοποιείται, είναι πιθανό άλλοτε να συνιστά η πράξη αυτή παράδοση αγαθού και άλλοτε παροχή υπηρεσίας.
Ως προς το ζήτημα αυτό, η νομολογία του Δικαστηρίου της Ένωσης έχει αποφανθεί ότι, σε τέτοιες περιπτώσεις δύο είναι τα κρίσιμα ζητήματα που πρέπει να αποσαφηνιστούν. Πρώτον, αν πρόκειται για μια ενιαία πράξη ή για περισσότερες διαδοχικές και δεύτερον, ποιες είναι εκείνες οι ιδιαίτερες συνθήκες που συνοδεύουν την πράξη αυτή, βάσει των οποίων θα χαρακτηριστεί ως παράδοση αγαθού ή ως παροχή υπηρεσίας.
Ως προς το πρώτο ζήτημα, το ΔΕΕ έχει κρίνει ότι, όταν μια πράξη αποτελεί μια ενιαία παροχή, η τεχνητή διάσπασή της δεν είναι θεμιτή, καθώς επηρεάζεται η λειτουργικότητα του συστήματος του ΦΠΑ. Ως μια ενιαία δε παροχή χαρακτηρίζεται εκείνη η πράξη όπου η παροχή περισσότερων του ενός στοιχείων προς τον πελάτη συντείνει στην επίτευξη μιας αδιάσπαστης οικονομικής παροχής, καθώς τα αντικείμενα που παρέχονται συνδέονται τόσο στενά μεταξύ τους, με αποτέλεσμα η διάσπαση της παροχής να είναι τεχνητή. Μια παροχή είναι παρεπόμενη της κύριας, όταν δεν συνιστά αυτή η ίδια σκοπό για τους πελάτες, αλλά το μέσο για να απολαύσουν, υπό τις καλύτερες συνθήκες, την κύρια υπηρεσία του παρέχοντος υπηρεσίες1.
Ως προς το δεύτερο ζήτημα, σχετική είναι η κρίση του ΔΕΕ, σε προδικαστικό ερώτημα τεθέν ενώπιόν του, περί του αν η οικονομική δραστηριότητα της αναπαραγωγής εγγραφών πρέπει να χαρακτηριστεί ως παράδοση αγαθών ή ως παροχή υπηρεσιών. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η αναπαραγωγή εγγραφών αποτελεί παράδοση αγαθού, στην περίπτωση που συνιστά απλή αναπαραγωγή εγγράφων επί ενός υποθέματος, εφόσον η εξουσία διάθεσης του υποθέματος αυτού μεταβιβάζεται, από αυτόν που ασκεί τη δραστηριότητα της αναπαραγωγής εγγράφων, σε αυτόν που παρήγγειλε τα αντίγραφα. Ωστόσο, η δραστηριότητα αυτή πρέπει να χαρακτηριστεί ως παροχή υπηρεσίας στην περίπτωση όπου λαμβάνουν χώρα και συμπληρωματικές παροχές υπηρεσιών, όπως διάφορες συμβουλές, τροποποίηση και μετατροπή του πρωτότυπου, ανάλογα με την επιθυμία του πελάτη, οι οποίες ενδέχεται να έχουν πρωτεύοντα χαρακτήρα ως προς την παράδοση του αντιγράφου, οπότε και έχουν αυτοτελή σκοπό για τον πελάτη2.
Επιπροσθέτως, σε άλλη υπόθεση, όπου το ΔΕΕ βρέθηκε αντιμέτωπο με το ερώτημα αν μεταφορά ανθρώπινων οργάνων και βιολογικών δειγμάτων, από ελεύθερο επαγγελματία, από το ένα νοσηλευτικό ίδρυμα στο άλλο για λογαριασμό τους, συνιστά παράδοση αγαθού ή παροχή υπηρεσία, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν συνιστά η δραστηριότητα αυτή παράδοση αγαθού, στο βαθμό που δεν συντρέχει η προϋπόθεση της εξουσιοδότησης του αντισυμβαλλομένου να διαθέτει τα προϊόντα αυτά σαν να ήταν κύριός τους, αλλά οι ενέργειές του ασκούντος τη δραστηριότητα αυτή περιορίζονται μόνο στη μετακίνηση των προϊόντων από τον έναν τόπο στον άλλο για λογαριασμό των νοσηλευτικών ιδρυμάτων3
1 ΔΕΕ αποφ 25-10-2012 υποθ 557/11, ΔΕΕ αποφ 8-12-2016 υποθ 208/2015, ΔΕΕ αποφ 4-5-2017, υποθ 699/2015
2 ΔΕΕ αποφ 11-2-2010, υποθ 88/09
3 ΔΕΕ αποφ 3-6-2010 υποθ 237/09