α. Η έννοια της διαδοχικής ασφάλισης
Με τον Ν. 4202/1961 «Περί διατηρήσεως των εκ της κοινωνικής ασφαλίσεως δικαιωμάτων εις περιπτώσεις μεταβολής ασφαλιστικού φορέως», καθιερώθηκε ο θεσμός της διαδοχικής ασφάλισης, προς κατοχύρωση των ασφαλισμένων, οι οποίοι μεταβάλλουν επάγγελμα και, κατ? επέκταση, ασφαλιστικό φορέα, ώστε η θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος και το ύψος της σύνταξης να προσδιορίζεται με βάση τη συνολική πραγματική και συντάξιμη υπηρεσία που διανύθηκε διαδοχικά στους αντίστοιχους ασφαλιστικούς φορείς και όχι μόνο στον τελευταίο. Σκοπός της διαδοχικής ασφάλισης δεν είναι η διευκόλυνση των ασφαλισμένων ώστε να κάνουν επιλεκτικό συνδυασμό των πλεονεκτημάτων που τους παρέχει η νομοθεσία των επιμέρους ασφαλιστικών οργανισμών, αλλά η αποτροπή του κινδύνου απώλειας συνταξιοδοτικού δικαιώματος, λόγω μη προσμέτρησης του προγενέστερου συντάξιμου χρόνου που διανύθηκε σε προηγούμενο ασφαλιστικό φορέα. Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με το ως άνω νομοθέτημα ολόκληρος ο χρόνος της διαδοχικής ασφάλισης υπολογίζεται από τον αρμόδιο για την απονομή της σύνταξης οργανισμό ως χρόνος που διανύθηκε στην ασφάλισή του, τόσο για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, όσο και για τον καθορισμό της σύνταξης και δεν είναι δυνατή η προσμέτρηση μόνο μέρους του χρόνου που διανύθηκε στην ασφάλιση του κάθε οργανισμού. Σημειώνετεται ότι η διαδοχική ασφάλιση δεν είναι υποχρεωτική, αλλά εναπόκειται στην ευχέρεια του ασφαλισμένου αν θα επιλέξει την εφαρμογή τής ή αν θα προτιμήσει την αυτοτελή συνταξιοδότηση από τον κάθε ασφαλιστικό φορέα, με βάση τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που διέπουν τον εκάστοτε εξ αυτών.
β. Προσαύξηση ποσού σύνταξης επί διαδοχικής ασφάλισης;
Το άρθρο 2 παρ. 5 Ν. 4202/1961 ορίζει ότι ο συνταξιούχος γήρατος του ασφαλιστικού οργανισμού, ο οποίος μετά τη συνταξιοδότησή του ασφαλίσθηκε σε άλλο ομοειδή οργανισμό από παροχή εργασίας ή άσκηση επαγγέλματος, έχει το δικαίωμα, μετά τη διακοπή της ασφάλισής του στον οργανισμό αυτόν, να ζητήσει από τον οργανισμό που συνταξιοδοτείται την προσμέτρηση του χρόνου αυτού για την προσαύξηση του ποσού της σύνταξής του. Ο οργανισμός στον οποίο ασφαλίσθηκε ο συνταξιούχος συμμετέχει στη δαπάνη της σύνταξης. Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως συναγόμενη τόσο από τη σαφή γραμματική διατύπωσή της, σύμφωνα με την οποία η διάταξη αυτή εφαρμόζεται στον συνταξιούχο λόγω γήρατος ο οποίος «μετά τη συνταξιοδότησή του ασφαλίσθηκε», δηλαδή υπήχθη το πρώτον στην ασφάλιση άλλου ομοειδούς οργανισμού, όσο και από τον σκοπό της θεσπίσεώς της, ο οποίος, όπως προκύπτει από την οικεία αιτιολογική έκθεση, συνίσταται στην προστασία του ασφαλισμένου «ο οποίος συνταξιοδοτείται και μετά τη συνταξιοδότησή του εργασθεί και ασφαλισθεί», δηλαδή αρχίσει την ασφάλισή του, «σε άλλο ομοειδή οργανισμό», παρέχεται στον συνταξιούχο λόγω γήρατος το δικαίωμα να ζητήσει από τον οργανισμό από τον οποίο ήδη λαμβάνει σύνταξη την προσμέτρηση ολόκληρου του χρόνου ασφαλίσεως που πραγματοποίησε το πρώτον μετά την έναρξη της συνταξιοδότησής του σε άλλον ή άλλους ομοειδείς ασφαλιστικούς φορείς (μέχρι τη διακοπή της ασφαλίσεώς του στον φορέα ή στους φορείς αυτούς), προκειμένου να προσαυξηθεί, αναλόγως, το ποσό της ήδη κανονισθείσας και απονεμηθείσας συντάξεώς του, με συμμετοχή στη σχετική δαπάνη του ασφαλιστικού οργανισμού στον οποίο πραγματοποιήθηκε ο προσμετρούμενος χρόνος (πρβ. Σ.τ.Ε. 601/2016 7μ.). Επομένως, σε περίπτωση που ο συνταξιούχος λόγω γήρατος ενός ασφαλιστικού φορέα ήταν ήδη, κατά τον χρόνο της συνταξιοδοτήσεώς του, ασφαλισμένος παράλληλα και σε άλλον ομοειδή ασφαλιστικό οργανισμό, συνέχισε δε και μεταγενεστέρως, μετά τη συνταξιοδότησή του, να διατηρεί ενεργό τον ασφαλιστικό του δεσμό με τον άλλον ομοειδή οργανισμό, δεν είναι δυνατή, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, η διάσπαση από τον συνταξιούχο του συνολικώς διανυθέντος χρόνου ασφαλίσεώς του στον άλλον ομοειδή οργανισμό και η προσθήκη του χρόνου ασφαλίσεως στον τελευταίο αυτό οργανισμό, ο οποίος διανύθηκε μετά τη συνταξιοδότηση, στον χρόνο ασφαλίσεως βάσει του οποίου συνταξιοδοτήθηκε από τον απονέμοντα φορέα, προκειμένου να προσαυξηθεί το ποσό της ήδη καταβαλλόμενης συντάξεώς του, λαμβανομένου άλλωστε υπόψη ότι ολόκληρος ο χρόνος ασφαλίσεως που διήνυσε ο ασφαλισμένος σε άλλον ομοειδή οργανισμό πριν από τη συνταξιοδότησή του μπορεί είτε να συνυπολογιστεί για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, κατά τις διατάξεις περί διαδοχικής ασφαλίσεως είτε να χρησιμοποιηθεί για αυτοτελή συνταξιοδότηση από τον άλλον ομοειδή φορέα. Τα ανωτέρω ενισχύονται και εκ του ότι η προεκτεθείσα διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του ν.δ. 4202/1961, η οποία τέθηκε το πρώτον με το άρθρο 9 παρ. 1 του ν. 1405/1983, εισάγει εξαιρετική ρύθμιση σε σχέση με τις πάγιες διατάξεις περί διαδοχικής ασφαλίσεως. Και τούτο διότι οι τελευταίες αυτές διατάξεις εφαρμόζονται μόνο στον ασφαλισμένο - και όχι στον ήδη συνταξιούχο - που έχει υπαχθεί διαδοχικώς σε περισσότερους ομοειδείς ασφαλιστικούς φορείς, στον οποίο και παρέχεται το δικαίωμα να υποβάλει ρητό αίτημα (βλ. Σ.τ.Ε. 2803/1990, 170/2009, 3703/2009, 2272/2013 κ.ά.) για ενιαίο συνυπολογισμό όλου του διαδοχικώς διανυθέντος χρόνου ασφαλίσεως ως χρόνου που διανύθηκε στην ασφάλιση του αρμόδιου για την απονομή της συντάξεως ασφαλιστικού οργανισμού τόσο για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος όσο και για τη βελτίωση του ύψους του ποσού της καταβλητέας συντάξεως (πρβ. Σ.τ.Ε. 1608/2006 7μ., 6/2007, 1189/2008, 2532/2013, 328/2016). Επομένως, η επίμαχη διάταξη είναι, ενόψει και του κατά τα ανωτέρω εξαιρετικού χαρακτήρα της, στενώς ερμηνευτέα και περιορίζεται, κατά το γράμμα και τον επιδιωχθέντα από τον νομοθέτη σκοπό της, στις περιπτώσεις εκ νέου υπολογισμού της συντάξεως αποκλειστικώς και μόνο του ήδη συνταξιούχου λόγω γήρατος, ο οποίος υπήχθη το πρώτον, μετά τη συνταξιοδότησή του, στην ασφάλιση άλλου ή άλλων ομοειδών ασφαλιστικών οργανισμών λόγω έναρξης άσκησης επαγγέλματος ή παροχής εργασίας.