Η έννοια του ιατρικού σφάλματος συνδέεται με δύο στοιχεία. Πρώτον, με την παρανομία της ιατρικής συμπεριφοράς και, δεύτερον, με την αμελή ιατρική συμπεριφορά. Πιο συγκεκριμένα, κατά την θέση της νομολογίας, παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου ο οποίος απονέμει δικαίωμα η προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιικής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Περαιτέρω, αμελής διενέργεια ιατρικής πράξης υπάρχει οσάκις ο ιατρός προβαίνει σε λανθασμένη διάγνωση ή εσφαλμένη χορήγηση θεραπείας, επειδή δεν επέδειξε την δέουσα προσοχή, την οποία από τις περιστάσεις μπορούσε και όφειλε να καταβάλει, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, δεν ενήργησε δηλαδή σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές και τους γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης. Η υποχρέωση επιμέλειας του ιατρού θα κριθεί με βάση τον μέσο συνετό και επιμελή ιατρό, της ίδιας μάλιστα ιατρικής ειδικότητας με τον υπαίτιο, σε συνάρτηση με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ιατρικής δραστηριότητας. Μάλιστα η επιμέλεια που οφείλει να δείχνει ο ιατρός, κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, δεν είναι η συνήθης συναλλακτική επιμέλεια, αλλά, σύμφωνα με την νομολογία, είναι ιδιαίτερη και αυξημένη. Επί παράβασης των δύο ως άνω υποχρεώσεων, θεμελιώνεται υποχρέωση αποζημίωσης του ασθενούς που υπέστη βλάβη της υγείας του, εξαιτίας ιατρικού σφάλματος.