α. Η διαδικασία υποβολής αιτήματος συνταξιοδότησης στον ασφαλιστικό φορέα
Η αίτηση για σύνταξη λόγω αναπηρίας με τα προβλεπόμενα δικαιολογητικά υποβάλλεται στο αρμόδιο Περιφερειακό Τμήμα του τόπου δραστηριότητας του κάθε ασφαλισμένου. Ο καθ’ ύλην αρμόδιος υπάλληλος του Περιφερειακού Τμήματος κατά την παραλαβή και πρωτοκόλληση της σχετικής αίτησης ελέγχει την πληρότητα των υποβληθέντων δικαιολογητικών και σε περίπτωση που κάποια από τα προβλεπόμενα δικαιολογητικά λείπουν, ενημερώνει τον υποψήφιο συνταξιούχο για την υποχρέωση υποβολής αυτών εντός τριμήνου, άλλως το αίτημά του θα απορριφθεί. Ο υποψήφιος συνταξιούχος ενημερώνεται ενυπόγραφα επί του σώματος της σχετικής αίτησης, οπότε αρχίζει η τρίμηνη προθεσμία για την υποβολή τους. Σε περίπτωση που από τον έλεγχο προκύψει έλλειψη και άλλων δικαιολογητικών ενημερώνεται από το τμήμα συντάξεων με έγγραφο, που στέλνεται με απόδειξη παραλαβής και έχει τρίμηνη προθεσμία για υποβολή των συμπληρωματικών δικαιολογητικών από της παραλαβής του εγγράφου. Ο υπάλληλος του Περιφερειακού Τμήματος ελέγχει τα δικαιολογητικά και εάν διαπιστώσει ότι συντρέχουν οι χρονικές προϋποθέσεις, δημιουργεί έναν υποφάκελο με τα ιατρικά στοιχεία και τον διαβιβάζει στην αρμόδια Υγειονομική Επιτροπή του τόπου κατοικίας του για τη διαπίστωση της αναπηρίας του με κοινοποίηση στον ενδιαφερόμενο. Τον υποφάκελο παραλαμβάνει η γραμματέας της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής, η οποία ειδοποιεί τον ασφαλισμένο με απόδειξη παραλαβής για την ημέρα, την ώρα και τον τόπο εξέτασης αυτού. Η γραμματέας παρίσταται στις συνεδριάσεις και υποβοηθά το έργο της Υγειονομικής Επιτροπής. Η Υγειονομική Επιτροπή εξετάζει τον υποψήφιο συνταξιούχο, ελέγχει τις ιατρικές γνωματεύσεις, παραπέμπει αυτόν για περαιτέρω εξετάσεις ή ολοκληρώνει την περίπτωσή του με τα υπάρχοντα ιατρικά στοιχεία και την κλινική εξέτασή του και συντάσσει την ιατρική γνωμάτευση και υπογράφει αυτήν. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας διαπίστωσης της αναπηρίας και την επιστροφή του υποφακέλου μετά της ιατρικής γνωμάτευσης της Υγειονομικής Επιτροπής τα διαβιβάζει όλα στο αρμόδιο Τμήμα Συντάξεων της Περιφερειακής Διεύθυνσης αφού εν τω μεταξύ έχει γίνει ο έλεγχος των δικαιολογητικών, η βεβαίωση του χρόνου ασφάλισης και η έκδοση του πιστοποιητικού. Η ιατρική γνωμάτευση υπογράφεται εντός τριών ημερών από τον αρμόδιο Προϊστάμενο της Υγειονομικής Υπηρεσίας και τον αρμόδιο Διευθυντή της Περιφερειακής Διεύθυνσης και στη συνέχεια επιστρέφεται ο υποφάκελος από το γραμματέα στο αρμόδιο Περιφερειακό Τμήμα. Σε περίπτωση που δεν συμφωνεί ο Προϊστάμενος της Υγειονομικής Υπηρεσίας και ο καθ’ ύλην αρμόδιος Διευθυντής με τη γνωμάτευση της Υγειονομικής Επιτροπής (ποσοστό αναπηρίας, διάρκεια κ.λπ.), ο γραμματέας υποχρεούται να διαβιβάσει τον υποφάκελο με όλα τα δικαιολογητικά και την ιατρική γνωμάτευση στο γραμματέα της Δευτεροβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής για την περαιτέρω εξέταση του υποψηφίου συνταξιούχου, ο οποίος ενημερώνεται απ’ αυτήν εγγράφως, όπως και στην Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή. Μετά την εξέταση της Δευτεροβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής, της οποίας η απόφαση είναι τελεσίδικη, ο υποφάκελος με τα σχετικά δικαιολογητικά και με τη γνωμάτευση της Δευτεροβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής διαβιβάζεται στο αρμόδιο Περιφερειακό Τμήμα. Σε περίπτωση που η Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή δεν κρίνει τον υποψήφιο συνταξιούχο με το απαιτούμενο συντάξιμο ποσοστό αναπηρίας (67%), η γνωμάτευση υπογράφεται μερίμνη του γραμματέα εντός 3-5 ημερών από τον Προϊστάμενο της Περιφερειακής Διεύθυνσης. Στη συνέχεια ο γραμματέας επιστρέφει τον υποφάκελο στο αρμόδιο Περιφερειακό Τμήμα, το οποίο ενημερώνει εγγράφως τον υποψήφιο συνταξιούχο ότι απερρίφθη από την Υγειονομική Επιτροπή και έχει δικαίωμα έφεσης στη Δευτεροβάθμια Υγειονομική Επιτροπή εντός μηνός από την κοινοποίηση του σχετικού εγγράφου. Ο αρμόδιος υπάλληλος του Τμήματος Συντάξεων, αφού ελέγξει και βεβαιώσει το χρόνο ασφάλισης και διαπιστώσει την ύπαρξη των προϋποθέσεων (ποσοστό αναπηρίας, χρόνος ασφάλισης κ.λπ.) ακολουθεί τη διαδικασία που περιγράφεται στη συνταξιοδότηση λόγω γήρατος. Η ίδια ως άνω διαδικασία ακολουθείται και για τους διακόψαντες τη δραστηριότητα και για τους μη διακόψαντες αυτήν. Οι μη διακόψαντες τη δραστηριότητα υποβάλλουν αίτημα παραπομπής προς εξέταση στην Υγειονομική Επιτροπή και αφού κριθούν με το απαιτούμενο συντάξιμο ποσοστό αναπηρίας διακόπτουν τη δραστηριότητά τους και υποβάλλουν αίτηση για συνταξιοδότηση. Σε περίπτωση που μετά τον τελικό έλεγχο δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις σύνταξης λόγω αναπηρίας, εκδίδεται απορριπτική απόφαση, η οποία κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο με απόδειξη παραλαβής.
β. Το έργο των υγειονομικών επιτροπών
Οι Πρωτοβάθμιες και Δευτεροβάθμιες Υγειονομικές Επιτροπές προβλέπονται από τον Κανονισμό Ασφάλισης και Παροχών (άρθρο 22 π.δ. 258/2005) και είναι αρμόδιες για τη διαπίστωση από ιατρικής άποψης της φύσης, των αιτίων, της έκτασης και της διάρκειας της σωματικής ή της πνευματικής πάθησης ή βλάβης ή εξασθένησης του αιτούμενου σύνταξη, είτε ως άμεσα ασφαλισμένου είτε ως μέλους οικογένειας θανόντος ή συνταξιούχου. Η ανικανότητα για εργασία καθορίζεται με βάση αφενός τη φυσική αναπηρία, αφετέρου την επίδραση αυτής επί του ασκουμένου επαγγέλματος σε συνδυασμό με την ηλικία του εξεταζομένου, τη δυνατότητα άσκησης άλλου επαγγέλματος και τη δυνατότητα συνέχισης της λειτουργίας του και εκφράζεται σε ποσοστό επί τοις εκατό (%). Η γνωμάτευση της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής υπόκειται σε έφεση ενώπιον της αρμόδιας Δευτεροβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής, που ασκείται από μεν τον ενδιαφερόμενο εντός ανατρεπτικής προθεσμίας ενός μηνός από την κοινοποίηση αυτής, από δε τον Οργανισμό από τους καθ’ ύλην αρμόδιους Προϊσταμένους Διευθύνσεων ή Τμημάτων, μετά τη γνώμη του Υγειονομικού τους Οργάνου, εντός της ίδιας προθεσμίας από την κατά τα άνω κοινοποίηση της απόφασης, σε όσες περιπτώσεις η επιτροπή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που έχουν ουσιώδη επιρροή στη μόρφωση γνώμης ή πλανήθηκε σχετικά με εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ή εάν η επιτροπή δέχθηκε και πράγματα σαν αληθή χωρίς τη συνηθισμένη κλινική ή εργαστηριακή εξέταση ή θα έπρεπε να διατάξει και δεν διέταξε περί αυτών απόδειξη, καθώς και εάν από τα υπάρχοντα στην έδρα της Υγειονομικής Επιτροπής ελλιπή αποδεικτικά μέσα καθίσταται δυσχερής η μόρφωση ακριβούς γνώμης περί της αναπηρίας του αιτούντος. Η έφεση κατά της απόφασης της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής ασκείται με έγγραφη δήλωση του ενδιαφερομένου. Η Δευτεροβάθμια Υγειονομική Επιτροπή αποφαίνεται επί εφέσεων ασφαλισμένων του Οργανισμού κατά αποφάσεων των Πρωτοβαθμίων Υγειονομικών Επιτροπών αυτού, που αναφέρονται στην εξακρίβωση ή βεβαίωση περί της ύπαρξης αναπηρίας και γενικά περί της ανικανότητας προς άσκηση του επαγγέλματος. Μετά την έκδοση της τελικής απόφασης διαβιβάζεται εκ νέου ο φάκελος στο αρμόδιο ασφαλιστικό όργανο για ενέργεια των δεόντων, επί τη βάσει της απόφασης της Δευτεροβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής, η οποία είναι τελεσίδικη. Οι γνωματεύσεις των Υγειονομικών Επιτροπών είναι έγγραφες και ειδικώς αιτιολογημένες και υποβάλλονται στην Υπηρεσία, στην οποία εκκρεμεί το αίτημα του εξεταζομένου.
γ. Η δεσμευτικότητα των αποφάσεων των Υγειονομικών Επιτροπών
Οι πρωτοβάθμιες και οι κατ’ έφεση επιλαμβανόμενες δευτεροβάθμιες υγειονομικές επιτροπές έχουν πλέον, κατά ρητή νομοθετική πρόβλεψη, την αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφαίνονται οριστικά και τελεσίδικα τόσο για το ποσοστό της υγειονομικής αναπηρίας (σωματικής - πνευματικής) όσο και για το ποσοστό ασφαλιστικής αναπηρίας ασφαλισμένου του Ο.Α.Ε.Ε. (δηλαδή, της ανικανότητας για το ασφαλιζόμενο επάγγελμα μετά από συνεκτίμηση κοινωνικών κριτηρίων), ως προϋπόθεση για τη χορήγηση σύνταξης αναπηρίας. Η νομοθετική αυτή επιλογή της εκφοράς ασφαλιστικής κρίσης από τις υγειονομικές επιτροπές των ασφαλιστικών οργανισμών και ταμείων δεν είναι ξένη στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα [βλ. ΣτΕ 3374/2014 επταμ., 2562/2007 επταμ. για τις υγειονομικές επιτροπές του Ν.Α.Τ. που αποφαίνονται επί της βιοποριστικής ανικανότητας (ασφαλιστικής αναπηρίας) ναυτικού]. Οι υγειονομικές επιτροπές του Ο.Α.Ε.Ε. συγκροτούνται από ιατρούς, μόνιμους ή συνεργαζόμενους με τον Ο.Α.Ε.Ε., διαφορετικούς για κάθε βαθμό κρίσης και με ετήσια θητεία και εδρεύουν, οι μεν πρωτοβάθμιες στις πρωτεύουσες νομών, οι δε δευτεροβάθμιες στις Περιφερειακές Διευθύνσεις. Οι γνωματεύσεις - αποφάσεις τους πρέπει να είναι έγγραφες και ειδικώς αιτιολογημένες. Κατά της κρίσης της πρωτοβάθμιας επιτροπής ο ασφαλισμένος έχει δικαίωμα άσκησης προσφυγής - έφεσης ενώπιον της δευτεροβάθμιας υγειονομικής επιτροπής, η οποία (έφεση) οργανώνεται διαδικαστικά ως ενδικοφανής προσφυγή, επιτρέποντας τη διάγνωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης από τη δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή. Επειδή, μάλιστα, η κρίση της δευτεροβάθμιας υγειονομικής επιτροπής ως προς το ποσοστό αναπηρίας χαρακτηρίζεται ρητώς ως τελεσίδικη (άρθρο 15 της ΥΑ 80000/7228/308/Β΄ 1397/14.9.2006, όπως ισχύει), δεν καταλείπεται στάδιο περαιτέρω κρίσης στην Τοπική Διοικητική Επιτροπή επί ζητημάτων ασφαλιστικής αναπηρίας, όταν αυτή αποφαίνεται επί ενστάσεων ασφαλισμένων κατά πράξεων του Προϊσταμένου της οικείας Περιφερειακής Διεύθυνσης του Ο.Α.Ε.Ε. περί χορήγησης σύνταξης αναπηρίας, μετά από συνεκτίμηση χρονικών και άλλων κατά νόμο προϋποθέσεων. Ειδικότερα, η ως άνω τελεσίδικη κρίση της δευτεροβάθμιας υγειονομικής επιτροπής επί του ποσοστού ασφαλιστικής αναπηρίας (ή η αντίστοιχη κρίση της πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής, κατά της οποίας δεν ασκήθηκε έφεση ενώπιον της δευτεροβάθμιας), εφόσον είναι πλήρως αιτιολογημένη, είναι δεσμευτική τόσο για τα ασφαλιστικά όργανα του Ο.Α.Ε.Ε. (τα οποία δεν δύνανται να αποκλίνουν από το καθοριζόμενο ποσοστό αναπηρίας) όσο και για τα επιλαμβανόμενα στη συνέχεια, σε περίπτωση άσκησης προσφυγής κατά των αποφάσεων των οργάνων αυτών, διοικητικά δικαστήρια (ΣτΕ 2182/2015 επταμ., καθώς και ΣτΕ 2900/2017, 2437/2017, 2209/2017).