Σύμφωνα με το αρ. 125 παρ. 3 και 126 παρ. 4 του ισχύοντος υπαλληλικού κώδικα (Ν. 3528/2007), εφόσον διαπιστωθεί η τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος από δημόσιο υπάλληλο, άρχεται η πειθαρχική του δίωξη, κατά δέσμια αρμοδιότητα των αρμόδιων πειθαρχικών οργάνων, τα οποία είναι υποχρεωμένα να ενεργήσουν τις δέουσες ενέργειες, ειδάλλως στοιχειοθετείται σε βάρος τους το πειθαρχικό παράπτωμα της παράβασης υπαλληλικού καθήκοντος, κατά την παρ. 1 του αρ. 110 του παρόντος1. Εξαίρεση προβλέπεται στην παρ. 2 του εν λόγω άρθρου, κατά την οποία, εφόσον το πειθαρχικό παράπτωμα επισύρει την ποινή της έγγραφης επίπληξης, η δίωξή του εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των πειθαρχικών οργάνων, λαμβανομένου υπόψη του συμφέροντος της υπηρεσίας, τις συνθήκες τέλεσης του παραπτώματος και τη διαγωγή του υπαλλήλου2. Σε περίπτωση μη άσκησης της δίωξης συντάσσεται αιτιολογημένη έκθεση προς ενημέρωση του αμέσως ανώτερου πειθαρχικώς προσϊστάμενου. Η νομοθετική αυτή πρόβλεψη στοχεύει στην αποφυγή έναρξης άσκοπων πειθαρχικών διαδικασιών, για παραπτώματα μικρότερης βαρύτητας.
Δυνάμει του άρθρου 122 παρ. 1 ΥΚ/2007, η έναρξη της πειθαρχικής δίωξης του υπαλλήλου είναι δυνατό να συντελεστεί με δύο τρόπους. Πρώτον, με κλήση του υπαλλήλου σε απολογία από το αρμόδιο μονομελές πειθαρχικό όργανο, με την πειθαρχική διαδικασία να ολοκληρώνεται, στην περίπτωση αυτή, εντός δύο μηνών από την κλήση σε απολογία, είτε με την έκδοση πειθαρχικής απόφασης μονομελούς οργάνου είτε με παραπομπή ενώπιον πειθαρχικού συμβουλίου. Δεύτερον, με απευθείας παραπομπή του υπαλλήλου στο πειθαρχικό συμβούλιο, χωρίς να προηγηθεί η κλήση του σε απολογία. Στην περίπτωση αυτή, η πειθαρχική διαδικασία ολοκληρώνεται εντός δύο μηνών από την παραπομπή στο πειθαρχικό συμβούλιο, εκτός αν απαιτείται η διεξαγωγή ανάκρισης, οπότε ολοκληρώνεται εντός τεσσάρων μηνών3.
Η παρ. 1 του άρθρου 134 ΥΚ/2007 προβλέπει ρητά ότι δεν μπορεί να επιβληθεί πειθαρχική ποινή στον διωκόμενο υπάλληλο, χωρίς να προηγηθεί η κλήση του σε απολογία. Δικαιολογητικός λόγος της νομοθετικής αυτής πρόβλεψης είναι το γεγονός ότι η κλήση του υπαλλήλου σε απολογία αντιστοιχεί στο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του αρ. 20 παρ. 2 Σ, επομένως αποσκοπεί στη διασφάλιση της δυνατότητας του διωκόμενου υπαλλήλου να αντικρούσει την πειθαρχική κατηγορία που του αποδίδεται, υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι έχει λάβει γνώση των στοιχείων του πειθαρχικού φακέλου. Ως εκ τούτου, η απολογία αποτελεί ουσιώδη τύπο της διαδικασίας έκδοσης της πειθαρχικής απόφασης4, η μη τήρηση του οποίου επάγεται την ακυρότητα αυτής, ενώ, ταυτόχρονα, συνιστά και το πειθαρχικό παράπτωμα της παράβασης υπαλληλικού καθήκοντος. Να σημειωθεί ότι υποχρεωτική είναι μόνο η κλήση του υπαλλήλου σε απολογία, εφόσον αποτελεί συνταγματικό του δικαίωμα. Ο υπάλληλος δεν είναι υποχρεωμένος να απολογηθεί, καθώς από τη σιωπή του δε συνάγεται τεκμήριο ομολογίας, με μόνο το γεγονός ότι ο υπάλληλος δεν θέλησε να ασκήσει ένα δικονομικό του δικαίωμα. Από την άλλη πλευρά, η μη υποβολή έγγραφης απολογίας δεν εμποδίζει την πρόοδο της διαδικασίας.
Σημειώνεται ότι η προκαταρκτική εξέταση και η διεξαγωγή ένορκης διοικητικής εξέτασης δεν αναπληρώνουν την έλλειψη απολογίας. Μόνη περίπτωση όπου μπορεί να καλυφθεί η παράλειψη κλήσης του υπαλλήλου σε απολογία είναι η υποβολή έγγραφης απολογίας, σύμφωνα με την παρ. 2 εδ δ του ως άνω άρθρου5. Ωστόσο, η κλήση του υπαλλήλου σε απολογία νομίμως παραλείπεται, όταν το πειθαρχικό συμβούλιο, με την απόφασή του, πρόκειται να απαλλάξει τον υπάλληλο, δυνάμει του άρθρου 133 παρ. 2 ΥΚ/2007, ενώ δεν απαιτείται νέα κλήση του υπαλλήλου σε απολογία, όταν, μετά την επίδοση της πρώτης, ακολουθεί παραπομπή του σε ανώτερο πειθαρχικώς προϊστάμενο ή στο πειθαρχικό συμβούλιο, καθώς αυτή έχει ήδη συντελεστεί, κατά το άρθρο 118 παρ. 6 ΥΚ/20076.
Κατά το αρ. 134 παρ. 2, περιεχόμενο της κλήσης συνιστά ο ακριβής καθορισμός του πειθαρχικού παραπτώματος. Όμως, επειδή τόσο η κλήση σε απολογία όσο και το παραπεμπτήριο έγγραφο του αρ. 124 παρ. 1 αποτελούν τρόπους έναρξης της πειθαρχικής δίωξης, ορθότερο κρίνεται και στην περίπτωση της κλήσης σε απολογία να αναφέρονται ο τόπος, ο χρόνος και τα πραγματικά περιστατικά του πειθαρχικού παραπτώματος, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του αρ. 124 παρ. 1 Ν. 3528/20077. Στην ίδια διάταξη του αρ. 134 παρ. 2 ρυθμίζεται και το ζήτημα της προθεσμίας εντός της οποίας πρέπει να ολοκληρωθεί η απολογία του υπαλλήλου. Τονίζεται ότι πρόκειται για ενδεικτική προθεσμία, ωστόσο με έντονη υπόδειξη προς τη διοίκηση να την τηρήσει.
Εν συνεχεία, κατά το αρ. 135 παρ. 1, η απολογία, κατά κανόνα, είναι έγγραφή, ενώπιον κάθε πειθαρχικού οργάνου, μονομελούς ή συλλογικού. Όμως ενώπιον συλλογικού πειθαρχικού οργάνου είναι επιτρεπτή προφορική απολογία, εφόσον είναι συμπληρωματική. Στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν απαιτείται νέα κλήση σε απολογία και αρκεί η δήλωση του διωκόμενου υπαλλήλου ότι συμπληρώνει προφορικά την υποβληθείσα έγγραφη απολογία του. Απαραίτητη προϋπόθεση για τη σύνταξη έγγραφης απολογίας είναι η γνώση του περιεχομένου και των εγγράφων του πειθαρχικού φακέλου8, κατόπιν αιτήματος του διωκόμενου υπαλλήλου9. Η γνώση αυτή συνίσταται σε λήψη αντιγράφων με δαπάνες του διωκόμενου, η οποία βεβαιώνεται με πράξη, που υπογράφεται από τον υπάλληλο, ο οποίος τηρεί τον φάκελο, και από τον διωκόμενο υπάλληλο, ή μόνο από τον πρώτο, αν ο δεύτερος αρνείται να υπογράψει. Η απολογία παραδίδεται στο όργανο που καλεί σε απολογία ή αποστέλλεται ταχυδρομικώς. Παράλληλα, ο υπάλληλος, με αίτησή του, μπορεί να ζητήσει εύλογη προθεσμία, για να προσκομίσει έγγραφα στοιχεία.
1 Γνωμοδότηση ΝΣΚ 239/2010, 366/2003
2 ΣτΕ 720/1970, 1345/1988
3 Αναφέρεται ότι πριν την αντικατάσταση του αρ. 122 ΥΚ/2007 από το άρθρο δεύτερο του Ν. 4057/2012, η πειθαρχική διαδικασία έπρεπε να ολοκληρωθεί εντός τριμήνου από την κλήση σε απολογία είτε με την έκδοση πειθαρχικής απόφασης μονομελούς οργάνου είτε με παραπομπή ενώπιον υπηρεσιακού συμβουλίου. Σε περίπτωση παραπομπής ενώπιον του υπηρεσιακού συμβουλίου ολοκληρώνεται εντός εξαμήνου από την παραπομπή. Η σύντμηση των χρονικών αυτών διαστημάτων καταδεικνύει την προσπάθεια αποφυγής του φαινομένου πειθαρχικές υποθέσεις να παραμένουν σε εκκρεμότητα για μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4057/2012.
4 ΣτΕ 3383/2014, 2677/2013, 416/2012, 1439/2008, 484/2008, 3366/2007. Η τήρηση του τύπου της προηγούμενης κλήσεως σε ακρόαση επιβάλλεται, όταν λαμβάνεται δυσμενές για τον διοικούμενο διοικητικό μέτρο, κατ' ενάσκηση διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης. Αντίθετα, η τήρηση του παραπάνω τύπου δεν απαιτείται στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες το δυμσενές μέτρο λαμβάνεται βάσει αντικειμενικών δεδομένων, που συνδέονται με την υποκειμενική συμπεριφορά του(βλ. ΔιοικΕφΑθ 47/2007). Η προηγούμενη αυτή ακρόαση, η οποία και τα συμφέροντα του υπαλλήλου προστατεύει και την υπηρεσία εξυπηρετεί από την άποψη της πληρέστερης ενημερώσεώς της, επιβάλλεται από το Σύνταγμα ως ουσιώδης τύπος της διαδικασίας...(ΣτΕ 596/2008. βλ επίσης και Χ. Διβάνη, To δικαίωμα ακροάσεως στη διοικητική διαδικασία, ΘΠΔΔ, 6/2013, σελ. 496)
5 ΣτΕ 1064/1994, 1337/1991, 33/1996, 3019/1991, 1229/1996, 3598/1995 περί θεραπείας της πλημμέλειας της παράλειψης κλήσης του υπαλλήλου σε απολογία.
6 ΣτΕ 1222/1996, 5660/1996
7 ΣτΕ 1079/1989, 2714/1994, 1064/1994, 4333/2014
8 ΣτΕ 3351/1995, ΣτΕ 2164/2014, ΔΕφΘεσσαλ 73/2000
9 ΣτΕ 2504/1996, ΣτΕ 4970/1996, 3029/1988