Η νομολογία έχει διατυπώσει την κρίση ότι, για τον υπολογισμό της χρηματικής ικανοποίησης στα μέλη της οικογένειας του θανόντος, παρέχεται στο δικαστήριο της ουσίας η ευχέρεια, αφού εκτιμήσει τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά (βαθμός πταίσματος του υπόχρεου, συνθήκες υπό τις οποίες επήλθε ο θάνατος, βαθμός του ψυχικού άλγους, περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών κ.ά.) και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, να καθορίσει το δικαιούμενο ποσό χρηματικής ικανοποίησης, το οποίο πρέπει να είναι εύλογο, σύμφωνα, εξ άλλου, με την θεσπιζόμενη στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας κ.ά.), χωρίς δε να συνιστά μειωτικό στοιχείο της χρηματικής αυτής ικανοποίησης το κοινωφελές έργο το οποίο επιτελεί ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου1.
Ενδεικτικά, μεταξύ των κριτηρίων στα οποία η νομολογία στηρίζει την κρίση της περί προσδιορισμού του εύλογου ποσού που επιδικάζει στους ενάγοντες ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, παρατίθεται τα εξής:
- ο εύλογος φόβος και η ανησυχία, που επέδρασαν στην ψυχική διάθεση του αναιρεσίβλητου, εξαιτίας ψυχικής και σωματικής ταλαιπωρίας από τη διαπίστωση της μη αφαίρεσης του αδενώματος κατά την πρώτη χειρουργική επέμβαση, αφού κατά τον προεγχειρητικό έλεγχο της δεύτερης επέμβασης υποβλήθηκε σε σειρά επίπονων ιατρικών εξετάσεων και με δεδομένη και την αγωνία του για την έκβαση της δεύτερης αυτής επέμβασης, που ενείχε στοιχεία υψηλού κινδύνου ακόμη και για τη ζωή του (ΣτΕ 573/2013)
- η κατάσταση της υγείας του θανόντος και η πάθηση για την οποία εισήλθε στο νοσοκομείο, ο τρόπος της παρασχεθείσης ιατρικής φροντίδας, η επιδεινούμενη κατάσταση του ασθενούς και το είδος των εκδηλωθέντων συμπτωμάτων, η ηλικία αυτού, η οικογενειακή του κατάσταση (ΣτΕ 2669/2015)
- τα περιστατικά και ο βαθμός βαρύτητας της προκειμένης αδικοπραξίας, ειδικότερα δε η λόγω της αδικοπραξίας αυτής επιδείνωση της υγείας του ασθενούς και το μειωμένο, σε σχέση με το ιατρικώς προσδόκιμο για την συγκεκριμένη νόσο του, χρονικό διάστημα επιβιώσεώς του και ο από τον θάνατο του ασθενούς έντονος βαθμός ψυχικού άλγους των αντιδίκων του Νοσοκομείου, λόγω των στενών οικογενειακών δεσμών αυτών με τον θανόντα (σύζυγος και κόρη, αντιστοίχως) και της μεταξύ τους αγάπης και επικοινωνίας, ως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας (ΔΕφΑθ 15/2015, 1314/2011)
- η λύπη και η αγωνία που προκάλεσε η βλάβη της υγείας και το άγχος από την εξέλιξή της και ακόμη η επίπονη ψυχική και σωματική ταλαιπωρία που υπέστη στο διάστημα μετά την εγχείρηση από τις προκύψασες βλάβες, αλλά και από τις αλλεπάλληλες επισκέψεις σε διάφορους ιατρούς, οι οποίες ήταν απόλυτα δικαιολογημένες και το γεγονός ότι πρέπει να υποβληθεί σε νέες χειρουργικές επεμβάσεις για την αποκατάστασή τους, η παντελής έλλειψη πταίσματος του ιδίου, καθώς και το γεγονός ότι εξαιτίας της κατάστασης που προέκυψε διέκοψε τη στράτευσή του και συνεκτιμώντας την ηλικία του (ΔεφΑΘ 2447/2013)
- η ψυχική αναστάτωση που προκλήθηκε από εσφαλμένη οφθαλμολογική διάγνωση (ΔπρΘεσσαλ 2707/1999)
Ειδικά για την περίπτωση της ψυχικής οδύνης έχει κριθεί ότι η ύπαρξη και το μέγεθος της ζημίας που μπορεί να ζητηθεί και να επιδικαστεί από το δικαστήριο, ως αποζημίωση, εξαρτάται από τις δυνάμεις και το συσχετισμό των δυνάμεων των συζύγων, από τον οποίο (συσχετισμό) θα προκύπτει η υποχρέωση, το είδος και το μέγεθος συνεισφοράς του θανόντος συζύγου. Περαιτέρω, επί επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως στα μέλη της οικογένειας θανόντος προσώπου, το δικαστήριο δεν πρέπει να υποβαθμίζει την απαξία της πράξεως, επιδικάζοντας υπερβολικά χαμηλό ποσό, αλλά ούτε και να καταλήγει, με ακραίες εκτιμήσεις, στον υπέρμετρο πλουτισμό του ενός μέρους2.
1 ΣτΕ 2559/2007, 1042/2007, 1249/2010, ΣτΕ 1405/2013
2ΔεφΑθ 1314/2011