Το ιστορικό της διαφοράς έχει ως ακολούθως. Ο προσφεύγων είναι κύριος ενός οικοπέδου εντός σχεδίου πόλης του Δήμου Βόλου. Με τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου της περιοχής, όπου περιλαμβανόταν και το οικοδομικό τετράγωνο όπου βρισκόταν το ακίνητο του προσφεύγοντος, το τελευταίο χαρακτηρίστηκε ως κοινόχρηστος χώρος πρασίνου. Ο εν λόγω Δήμος, λόγω αυτής της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης όφειλε, κατά συνταγματική πρόβλεψη, να αποζημιώσει τον προσφεύγοντα. Ωστόσο, παρήλθε χρονικό διάστημα άνω των δώδεκα (12) ετών, χωρίς να καταβληθεί η σχετική αποζημίωση, γεγονός που συνεπάγεται την μη συντέλεση της εν λόγω ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης. Συνεπώς, ο Δήμος είχε υποχρέωση να προβεί στην άρση της και να αποχαρακτηρίσει το ακίνητο του προσφεύγοντος ως κοινόχρηστο χώρο, το οποίο παρανόμως διατηρούσε δεσμευμένο, πέραν του ευλόγου χρόνου, δηλαδή για 12 και πλέον έτη, χωρίς νόμιμη αιτία. Παρ’ όλα αυτά, ο Δήμος αδράνησε και δεν προέβη σε καμία ενέργεια αποχαρακτηρισμού και αποδέσμευσης του ακινήτου.
Εν συνεχεία, ο προσφεύγων πέτυχε την δικαστική ακύρωση της εν λόγω παράλειψης του Δήμου να άρει την ρυμοτομική απαλλοτρίωση. Το αιτιολογικό της δικαστικής απόφασης έχει ως εξής: “Περαιτέρω, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη ότι, από την επιβολή της επίδικης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, στο ακίνητο του προσφεύγοντος, που επήλθε με την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, στην εν λόγω περιοχή του Δήμου ..., στο οικοδομικό τετράγωνο ...., στο οποίο βρίσκεται και το ακίνητο αυτού, έχει ήδη παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δώδεκα (12) ετών, χωρίς να επακολουθήσει πράξη υλοποίησης αυτού ή αποζημίωσης του ιδιοκτήτη... κρίνει ότι ο χρόνος αυτός υπερβαίνει τα εύλογα όρια, εντός των οποίων είναι συνταγματικώς ανεκτή η επιβάρυνση της ιδιοκτησίας του και ότι η διατήρηση του βάρους αυτού αντίκειται στο αρ. 1 του από 20.3.1952 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου στη Σύμβαση της Ρώμης 4.11.1950 “Διά την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών”... Κατά συνέπεια, είναι υποχρεωτική για τη διοίκηση η άρση της εν λόγω επιβληθείσας απαλλοτρίωσης και η τροποποίηση του οικείου ρυμοτομικού σχεδίου, ώστε να μεταβληθεί ο χαρακτηρισμός του ακινήτου του προσφεύγοντος ως χώρου αστικού πρασίνου..., απορριπτομένων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του καθ' ου Δήμου...η δε υπόθεση να αναπεμφθεί στη Διοίκηση, προκειμένου αυτή να προβεί στην άρση της απαλλοτρίωσης του επίδικου ακινήτου, με την αντίστοιχη τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου της περιοχής...” Κατόπιν των ανωτέρω, απαγγέλλεται η ακύρωση της παράλειψης αυτής και αναπέμπεται η υπόθεση στη Διοίκηση, προκειμένου αυτή να προβεί στην, κατά το αιτιολογικό, νόμιμη οφειλόμενη ενέργεια, δηλαδή στην άρση της απαλλοτρίωσης, με την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου της περιοχής.
Όμως, και πάλι, για περισσότερο από τέσσερα (4) έτη από την έκδοση της ανωτέρω απόφασης, η Διοίκηση δεν συμμορφώθηκε με την ως άνω δικαστική απόφαση, ως όφειλε και είχε υποχρέωση εκ του Συντάγματος να πράξει, συνεχίζοντας να μην κινεί καμία διαδικασία αποδέσμευσης του ακινήτου του προσφεύγοντος. Για το λόγο αυτό, ο προσφεύγων κατέθεσε στο αρμόδιο Δικαστήριο σχετική αίτηση, προκειμένου να αναγνωριστεί και να βεβαιωθεί η μη συμμόρφωση του Δήμου προς την ανωτέρω δικαστική απόφαση και ζήτησε την καταβολή ανάλογης αποζημίωσης.
Πιο συγκεκριμένα, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, τα κατωτέρω. Πρόκειται για απόφαση ακυρωτική, η οποία γεννά, για την Διοίκηση την υποχρέωση συμμόρφωσης προς αυτή. Η εν λόγω δε υποχρέωση βρίσκει συνταγματικό έρεισμα στο αρ. 95 παρ. 5 Σ, κατά την οποία η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις, ενώ η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη, για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει. Παράλληλα, σύμφωνα με το αρ. 94 παρ. 4 Σ, στα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια μπορεί να ανατεθεί και κάθε άλλη αρμοδιότητα διοικητικής φύσης, όπως νόμος ορίζει, στις αρμοδιότητες δε αυτές περιλαμβάνεται και η λήψη μέτρων για τη συμμόρφωση της διοίκησης με τις δικαστικές αποφάσεις. Εν συνεχεία στο άρθρο 198 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν. 2717/1999), ορίζεται ότι οι διοικητικές αρχές οφείλουν, με θετικές ενέργειες ή με αποχή από κάθε αντίθετη ενέργεια, να συμμορφώνονται προς το περιεχόμενο των αποφάσεων, οι οποίες εκδίδονται για διαφορές που άγονται προς επίλυση, με άσκηση προσφυγής, ενώ η παράλειψη της διοικητικής αρχής προς συμμόρφωση συνεπάγεται για τον παραβάτη, την ποινική του δίωξη, κατ' άρθρο 259 ΠΚ, και την προσωπική του ευθύνη προς αποζημίωση.
Ως υποχρέωση συμμόρφωσης νοείται η υποχρέωση εφαρμογής, με πράξη ή παράλειψη της διοικήσεως, όσων απορρέουν από την δικαστική απόφαση (βλ. «Η συμμόρφωση της διοικήσεως με τις δικαστικές αποφάσεις» Κείμενα Αθ. Ράντου, Ν. Παπασπύρου, εκδ. Αντ. Σάκκουλα). Ειδικότερα, είναι η υποχρέωση των οργάνων της διοικήσεως να συμμορφώνονται με θετικές ενέργειες αναλόγως των εκάστοτε περιπτώσεων, προς το περιεχόμενο των δικαστικών αποφάσεων, και να απέχουν από οποιεσδήποτε ενέργειες αντίθετες προς τα υπό του δικαστηρίου κριθέντα.
Από τα ως άνω προκύπτει ότι η υποχρέωση της διοίκησης να συμμορφώνεται με θετική ενέργεια προς το περιεχόμενο ακυρωτικής απόφασης του Δικαστηρίου και να τακτοποιεί τα προκύπτοντα από την έκδοση της απόφασης αυτής ζητήματα δεν υπόκειται σε χρονικό περιορισμό αλλά υφίσταται πάντα (ΣτΕ 4097/2001, 3739/1988, 315/1989). Περαιτέρω η Διοίκηση, συμμορφούμενη με το περιεχόμενο ακυρωτικής απόφασης, με θετικές ενέργειές της, υποχρεούται να προχωρήσει στην αναμόρφωση των νομικών καταστάσεων, οι οποίες δημιουργήθηκαν στο μεταξύ, βάσει των πράξεων ή παραλείψεων που ακυρώθηκαν, ανακαλώντας τις σχετικές διοικητικές πράξεις ή εκδίδοντας νέες, ακόμη και με αναδρομική ισχύ, η οποία ανατρέχει στον χρόνο ακύρωσης της προσβαλλομένης πράξης ή παράλειψης (ΣτΕ 3433/2010, ΔΕφΑθ 1691/2010).
Το περιεχόμενο και η έκταση της υποχρέωσης συμμόρφωσης της Διοίκησης καθορίζονται από τη φύση και το είδος της ακυρωθείσας πράξης ή παράλειψης καθώς και από την κρίση των ζητημάτων, επί των οποίων αποφάνθηκε το Δικαστήριο, με το αιτιολογικό της απόφασής του. Ειδικότερα, επί ακύρωσης παραλείψεως οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, η αρμόδια αρχή, στην οποία το Δικαστήριο αναπέμπει την υπόθεση, πρέπει να προβεί στην εκτέλεση της οφειλόμενης ενέργειας το ταχύτερο δυνατό. Η ενέργεια αυτή επιτρέπεται , έστω και αν έχει παρέλθει η διοικητική προθεσμία που προβλέπει ο νόμος και οφείλει να είναι αναδρομική, καθιστώντας τα πράγματα όπως θα ήταν, αν είχε γίνει εξαρχής η οφειλόμενη κατά νόμο ενέργεια (ΣτΕ 5907/1995). Πρέπει, επιπλέον, η ενέργεια αυτή, με την οποία η Διοίκηση συμμορφώνεται προς την ακυρωτική απόφαση, να είναι έγκαιρη. Συνεπώς, δεν αρκεί η Διοίκηση να συμμορφωθεί με τη δικαστική απόφαση, αλλά απαιτείται να το πράξει, εντός ευλόγου χρόνου. Σε διαφορετική περίπτωση είναι αναμφισβήτητη η μη συμμόρφωση (ΕΔΔΑ, Hornsby κατά Ελλάδας).
Επισημαίνεται επίσης ότι η υποχρέωση συμμόρφωσης της Διοίκησης προς δικαστική απόφαση, είναι άμεση και σύμφυτη της ακυρωτικής απόφασης συνέπεια, ως εκ τούτου δεν απαιτείται όχληση του προσφεύγοντος προς τη Διοίκηση, ώστε αυτή να προβεί στην οφειλόμενη κατά νόμο ενέργεια, όπως αυτή ορίζεται στην δικαστική απόφαση. Κι αυτό διότι, στην αντίθετη περίπτωση, όπου ο διοικούμενος δεν θα προέβαινε στην όχληση αυτή, οι ακυρωθείσες μερικώς ή ολικώς πράξεις θα εξακολουθούσαν ουσιαστικά να παράγουν έννομα αποτελέσματα, παρά τη συνταγματική επιταγή που επιβάλλει τη συμμόρφωση της διοικήσεως προς τις δικαστικές αποφάσεις. Εξάλλου, σύμφωνα και με το αρ. 196 Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, “οι αποφάσεις, με τις οποίες απαγγέλλεται η ακύρωση ή η τροποποίηση εκτελεστής ατομικής διοικητικής πράξης ή η ακύρωση παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, ισχύουν έναντι όλων”.
Το Δικαστήριο, κρίνοντας την εν λόγω αίτηση για τη βεβαίωση της μη συμμόρφωσης του Δήμου, αποφάνθηκε ότι “ο τελευταίος δεν δεσμευόταν να καταστήσει άνευ ετέρου τα τμήματα του ακινήτου οικοδομήσιμα, αλλά όφειλε να εξετάσει αν συντρέχουν λόγοι που εξ αντικειμένου δεν επιτρέπουν τη δόμηση και περαιτέρω να συνεκτιμηθεί κατά τρόπο τεκμηριωμένο τα μορφολογικά χαρακτηριστικά, το νομοθετικό καθεστώς, τις πολεοδομικές ανάγκες και τον σχεδιασμό της περιοχής, την ανάγκη δημιουργίας κοινόχρηστων ή κοινωφελών χώρων, τις δεσμεύσεις και κατευθύνσεις του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδιασμού (ΓΠΣ), τέλος, δε, την πρόθεση και δυνατότητα άμεσης συντέλεσης νέας απαλλοτρίωσης, με την καταβολή χωρίς καθυστέρηση της προσήκουσας αποζημίωσης στους θιγόμενους ιδιοκτήτες. Ενόψει των εκτιμήσεων αυτών, η Διοίκηση όφειλε να κρίνει αν η ιδιοκτησία όφειλε για κάποιο νόμιμο λόγο να παραμείνει εκτός πολεοδομικού σχεδιασμού ή να δεσμευθεί εκ νέου με την επανυποβολή απαλλοτρίωσης, εφόσον, όμως, συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων η δυνατότητα άμεσης αποζημίωσης των θιγόμενων ιδιοκτητών ή να καταστεί οικοδομήσιμη, υπό τους γενικούς ή ειδικούς όρους δόμησης (ΣτΕ 1608/2014, 392/2014, 2247/2013, 2948/2011)”. Ωστόσο, επειδή το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Διοίκηση εξακολουθεί αδικαιολόγητα να μη συμμορφώνεται με την απόφαση που διέταξε την άρση της απαλλοτρίωσης και έκρινε ότι συντρέχει νόμιμος λόγος να της επιβληθεί ως κύρωση η υποχρέωση στον αιτούντα ανάλογο χρηματικό ποσό.