Προϋπόθεση της μονιμότητας του δημόσιου υπαλλήλου είναι η ύπαρξη νομοθετημένης κενής οργανικής θέσης. Περαιτέρω, οι οργανικές θέσεις διακρίνονται σε πάγιες και προσωποπαγείς.
Οι πάγιες οργανικές θέσεις συστήνονται διά νόμου, προκειμένου να εξυπηρετήσουν λειτουργικές και διαρκείς ανάγκες της υπηρεσίας, στην οποία εντάσσονται. Υπάρχουν πριν από το διορισμό των υπαλλήλων που τις καταλαμβάνουν, διατηρούνται όσο οι υπάλληλοι κατέχουν τις εν λόγω θέσεις και εξακολουθούν να υπάρχουν και μετά την απομάκρυνση, για οποιονδήποτε λόγο, του υπαλλήλου από την υπηρεσία (λ.χ. συνταξιοδότηση, απόλυση κ.α.), οπότε και προκηρύσσονται εκ νέου, για κάλυψη είτε με νέο διορισμό είτε με μετάταξη υπαλλήλου. Η κατάργησή τους είναι δυνατή μόνο διά νόμου.
Οι προσωποπαγείς θέσεις είναι, επίσης, οργανικές, ωστόσο χαρακτηρίζονται ως τέτοιες εκ του λόγου ότι συνδέονται πολύ στενά με το πρόσωπο του υπαλλήλου που τις κατέχει. Συστήνονται είτε διά νόμου είτε, συνηθέστερα, διά κανονιστικής διοικητικής πράξης, βάσει ορισμένης και συγκεκριμένης νομοθετικής διάταξης. Στην πράξη μια προσωποπαγής θέση συστήνεται είτε με την πράξη διορισμού του μόνιμου υπαλλήλου είτε με την πράξη μετάταξής του. Σημειώνεται ότι ο υπάλληλος που κατέχει μια προσωποπαγή θέση με σχέση εργασίας μόνιμου υπαλλήλου δεν διαφέρει σε τίποτα απολύτως από τους μόνιμους υπαλλήλους που κατέχουν πάγιες θέσεις. Επιπροσθέτως, εφόσον πρόκειται για προσωρινή προσωποπαγή θέση, αυτή διατηρείται για όσο διάστημα την κατέχει ο υπάλληλος και, μετά την απομάκρυνσή του από την υπηρεσία, η θέση καταργείται. Αντιθέτως, αν δεν προβλέπεται ως προσωρινή, η θέση αυτή, μετά την αποχώρηση του υπαλλήλου που την κατέχει, μπορεί να διατηρηθεί και να μετατραπεί σε θέση άλλης κατηγορίας ή κλάδου του προσωπικού της εν λόγω υπηρεσίας. Η κατάργηση προσωποπαγών θέσεων γίνεται είτε με νόμο είτε και με απλή διοικητική πράξη βάσει νομοθετικής διάταξης, ανάλογα με τον τρόπο που έχει συσταθεί. Ωστόσο, η εν λόγω κατάργηση συνοδεύεται, συνήθως, από τη δυνατότητα κινητικότητας, μέσω νέας μετάταξης, ενδεχομένως, και με μεταφορά της θέσης του υπαλλήλου, εφόσον δεν υφίσταται κενή οργανική θέση στην υπηρεσία όπου ο υπάλληλος επιλέγει να μεταταχθεί.
Εκ των ανωτέρω, συνάγεται ότι η σύσταση μιας προσωποπαγούς θέσης, συγκριτικά με τη σύσταση πάγιων οργανικών θέσεων, είναι πιο απλή και ευέλικτη διαδικασία, καθώς δεν απαιτεί, απαραίτητα, την τήρηση μιας σύνθετης νομοθετικής διαδικασίας, όπως απαιτεί η ίδρυση πάγιας οργανικής θέσης. Ωστόσο, εξίσου εύκολη και απλούστερη διαδικασία είναι και η κατάργησή της, για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Παρ’ όλα αυτά, συνήθως, στην πράξη, η κατάργησή μας προσωποπαγούς θέσης δεν συνδέεται κατ’ αναγκαιότητα με την απόλυση του υπαλλήλου που την κατέχει, αλλά ακολουθείται από τη δυνατότητα μετάταξής του, προς εξασφάλιση αυτού. Τουλάχιστον, αυτά τα συμπεράσματα προκύπτουν από τα μέχρι σήμερα δεδομένα.