Η κοινωνική ασφάλιση, στο πλαίσιο του κοινωνικού κράτους δικαίου, θεμελιώνεται συνταγματικά στο άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, κατά το οποίο το κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει. Ως εκ τούτου, η κοινωνική ασφάλιση καθίσταται κρατικός σκοπός, ο οποίος εξειδικεύεται από τον κοινό νομοθέτη, που επιλέγει τα καταλληλότερα μέσα. Παράλληλα, η κοινωνική ασφάλιση συνιστά και σημαντική προϋπόθεση για την ποιότητα ζωής των εργαζομένων, από την άποψη ότι ο συνταξιούχος δεν λαμβάνει ποσό σύνταξης που προορίζεται να αναλογεί στις ασφαλιστικές του εισφορές, αλλά λαμβάνει ως σύνταξη τέτοιο ποσό που να είναι αρκετό, για να του διασφαλίσει ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης ισότιμο με εκείνο που διατηρούσε όσο βρισκόταν εν ενεργεία.
Η πλειοψηφία των τακτικών δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίοι τυγχάνει να έχουν θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα, ωστόσο να μην έχουν συμπληρώσει το απαιτούμενο όριο ηλικίας για λήψη πλήρους σύνταξης, ή το αντίστροφο, δηλαδή να έχουν συμπληρώσει το όριο ηλικίας, χωρίς, όμως, να έχουν τα προβλεπόμενα χρόνια πραγματικής και συντάξιμης υπηρεσίας, οπότε αναγκάζονται να προβούν στην εξαγορά πλασματικών ετών, βρίσκονται μπροστά στον εύλογο προβληματισμό αν είναι περισσότερο συμφέρον να συνταξιοδοτηθούν νωρίτερα, με μειωμένη σύνταξη ή να μείνουν λίγα ακόμη χρόνια σε υπηρεσία, προκειμένου να συμπληρώσουν, αθροιστικά, τα απαιτούμενα συντάξιμα έτη και το απαραίτητο όριο ηλικίας και να λάβουν πλήρη σύνταξη.
Πρόκειται για έναν εύλογο προβληματισμό, καθώς οι συντάξεις είναι ένα πεδίο ιδιαιτέρως ευμετάβλητο, τόσο ως προς τις προβλεπόμενες εκ του νόμου προϋποθέσεις συνταξιοδότησης όσο και ως προς τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης καθώς και του χορηγούμενου εφάπαξ ποσού. Η γενική φιλοσοφία είναι “όσο πιο νωρίς τόσο πιο καλά”, αφού, λόγω των αλλεπάλληλων νομοθετικών μεταβολών, η αβεβαιότητα είναι, δικαιολογημένα, αυξημένη, κυρίως διότι η ασφαλιστική νομοθεσία τροποποιείται προς αυστηροποίηση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης και του τρόπου υπολογισμού του ποσού της σύνταξης.
Εν συνεχεία, ο ως άνω προβληματισμός αναλύεται σε δύο επιμέρους ερωτήματα. Πρώτον, πότε δικαιούται ένας μόνιμος δημόσιος υπάλληλος να βγει στη σύνταξη. Δεύτερον, πρόκειται για πλήρη ή μειωμένη σύνταξη και ποιο το ποσό αυτής. Είναι ερωτήματα που, φυσικά, δεν μπορούν να έχουν απάντηση γενική και αφηρημένη, καθώς θα πρέπει να εξειδικευθούν, ανάλογα με τα ειδικότερα στοιχεία της υπηρεσιακής και ασφαλιστικής κατάστασης του εκάστοτε υπαλλήλου.