Στην παρ. 1 του αρ. 114 του υπαλληλικού κώδικα (Ν. 3528/2007), δηλώνεται η ανεξαρτησία της πειθαρχικής διαδικασίας, έναντι της ποινικής ή άλλης δίκης, κατά γενική αρχή του πειθαρχικού δικαίου1. Η εν λόγω νομοθετική διάταξη αποκτά πρακτική εφαρμογή, κυρίως στην περίπτωση όπου το πειθαρχικό παράπτωμα συνιστά, παράλληλα, και ποινικό αδίκημα, επομένως η αυτοτέλεια της πειθαρχικής διαδικασίας αποσκοπεί στην αποκατάσταση της εσωτερικής έννομης τάξης της διοίκησης2.
Παρά τον διαχωρισμό ποινικής και πειθαρχικής δίκης, στην τελευταία εφαρμόζονται, αναλόγως, αρχές και κανόνες του ποινικού δικαίου, εφόσον αφενός δεν αντίκεινται σε διατάξεις του υπαλληλικού κώδικα κι αφετέρου συνάδουν με τη φύση και τον σκοπό της πειθαρχικής διαδικασίας, σύμφωνα με το αρ. 108 παρ. 1 Ν. 3528/2007. Ειδικότερα, στις περ α-ζ της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, προβλέπονται ποιοι είναι εκείνοι οι ποινικοί κανόνες και ποιες οι αρχές που εφαρμόζονται και στο πεδίο του πειθαρχικού δικαίου3. Η απαρίθμηση είναι ενδεικτική, όπως προκύπτει από το “ιδίως”, που αναφέρεται στη διατύπωση της διάταξης. Αυτό σημαίνει ότι, πέρα από τις αρχές που προβλέπονται ρητά, είναι δυνατό να εφαρμοστούν και άλλες, όπως το δικαίωμα υπεράσπισης, το οποίο ρυθμίζεται στο αρ. 136 παρ. 2 Ν. 4057/20124.
Απόρροια της αυτοτέλειας της πειθαρχικής δίκης συνιστά το γεγονός ότι αυτή δεν αναστέλλεται λόγω της ποινικής, ενώ, κατ' εξαίρεση, μόνο για σοβαρούς λόγους, οι οποίοι σχετίζονται με το συμφέρον της υπηρεσίας και την προστασία της προσωπικότητας του διωκόμενου υπαλλήλου5, το πειθαρχικό όργανο μπορεί, κατά διακριτική του ευχέρεια, με ελευθέρως ανακλητή6 και πλήρως αιτιολογημένη απόφασή του, να διατάξει την αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας, είτε αυτεπαγγέλτως είτε μετά από αίτηση του υπαλλήλου, η οποία δεν μπορεί να εκτείνεται πέραν του έτους7. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η αναστολή απαγορεύεται, εφόσον το πειθαρχικό παράπτωμα προκάλεσε δημόσιο σκάνδαλο8 ή θίγει σοβαρά το κύρος της υπηρεσίας.
Αν και, όπως προαναφέρθηκε, ο κανόνας είναι η ανεξαρτησία της πειθαρχικής από την ποινική δίκη, το πειθαρχικό όργανο δεσμεύεται από την κρίση που περιέχεται σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή σε αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα, όμως μόνο ως προς την ύπαρξη ή την ανυπαρξία πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση πειθαρχικού παραπτώματος9. Συνεπώς, απαραίτητη προϋπόθεση, για να επέλθει δέσμευση του πειθαρχικού οργάνου, συνιστά, πρώτον, η αμετάκλητη ποινική απόφαση, αθωωτική ή απαλλακτική, ή το αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα, καθώς, αν πρόκειται για παραπεμπτικό, θα εξελιχθεί σε δικαστική απόφαση, και δεύτερον η ταύτιση των πραγματικών περιστατικών, όπου στηρίχθηκε η ποινική κατηγορία, και αυτών, βάσει των οποίων ξεκίνησε η πειθαρχική δίωξη10. Σημειώνεται ότι δεν επέρχεται δέσμευση από την ποινική απόφαση ως προς την ενοχή ή μη του υπαλλήλου.
Η πάγια νομολογία του ΣτΕ έχει αποφανθεί ότι το πειθαρχικό όργανο δεσμεύεται ως προς την ύπαρξη ή την ανυπαρξία των πραγματικών περιστατικών, επί των οποίων θεμελιώνεται η πειθαρχική δίωξη, από την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, η οποία έκρινε αμετακλήτως επί της ποινικής κατηγορίας που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, μόνο εφόσον στο σκεπτικό της απόφασης αυτής βεβαιώνεται ρητά ότι το ποινικό δικαστήριο δέχθηκε ως αποδεδειγμένη την ύπαρξη ή την ανυπαρξία των πραγματικών περιστατικών και δεν κήρυξε τον κατηγορούμενο αθώο λόγω αμφιβολιών11. Στην περίπτωση αυτή, εφόσον εκφράζονται αμφιβολίες ως προς τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δεν είναι πλήρως αποδεδειγμένα, το πειθαρχικό όργανο δεν δεσμεύεται12.
Ωστόσο, η νομολογιακή αυτή κρίση καταλήγει στο αποτέλεσμα η αθωωτική απόφαση λόγω αμφιβολιών να είναι ήσσονος αξίας συγκριτικά με την αθωωτική απόφαση, όπου βεβαιώθηκε η ανυπαρξία των πραγματικών περιστατικών, με συνέπεια να διακυβεύεται το τεκμήριο αθωότητας.
Η νομολογία αυτή μεταστράφηκε, μετά την έκδοση απόφασης του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Σταυρόπουλος κατά Ελλάδας, αποφαινόμενο ότι το πειθαρχικό όργανο δεσμεύεται από αθωωτική ποινική απόφαση λόγω αμφιβολιών, επομένως δεν μπορεί να επιβάλει πειθαρχική ποινή σε υπάλληλο, εφόσον αυτός αθωώθηκε ποινικά, για τα πραγματικά περιστατικά που αποτέλεσαν τη βάση του πειθαρχικού παραπτώματος13. Με αυτή την περιοριστική όμως, νομολογιακή θέση, η πειθαρχική διαδικασία καθίσταται ένα απλό παρακολούθημα της ποινικής δίκης.
Ως εκ τούτου, το ΣτΕ, σε μεταγενέστερες αποφάσεις, υιοθέτησε μια πιο ελαστική κρίση, κατά την οποία το πειθαρχικό όργανο δεσμεύεται μόνο από την κρίση ως προς τα πραγματικά περιστατικά, ενώ μπορεί να εκδώσει απόφαση διαφορετική από την ποινική, εκτιμώντας τη συμπεριφορά του υπαλλήλου, υπό το πρίσμα του πειθαρχικού δικαίου14.
Μια ακόμη συνέπεια του ανεξάρτητου χαρακτήρα της πειθαρχικής διαδικασίας από την ποινική δίκη, συνιστά η πρόβλεψη του αρ. 115, κατά την οποία, σε περίπτωση αποκατάστασης, απονομής χάριτος15 ή άρσης, με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, του κολάσιμου ή μεταβολής των συνεπειών της ποινικής καταδίκης, δεν αίρεται το πειθαρχικώς κολάσιμο της πράξης. Σημειώνεται ότι στην παρ. 2 του αρ. 115 ΥΚ/2007, πριν την αντικατάστασή του από τον Ν. 4057/2012, οριζόταν ότι σε περίπτωση άρσης των συνεπειών της ποινικής καταδίκης, κατά το άρθρο 47 του Συντάγματος, αίρεται και το πειθαρχικώς κολάσιμο της πράξης. Όμως, με τη σημερινή διατύπωση της διάταξης αποδεικνύεται το προβάδισμα που δίνεται στην ανεξαρτησία των δύο διαδικασιών, πειθαρχικής και ποινικής.
1 ΣτΕ 76/2015, 4333/2014, 3674/2014, 2166/2011, 3366/2007, 2495/2001
2 Α. Τάχος/Ι. Συμεωνίδης, Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα, Σάκκουλας Α.Ε., 1999, σελ. 747
3 Ως προς την υπαιτιότητα και τον καταλογισμό βλ. ΣτΕ 4056/2000, 2378/1999, 1313/1997, 281/1996. Ως προς την επιμέτρηση της ποινής βλ. ΣτΕ 990/1996, 4654/1995, 4024/1990. Κατά την ΣτΕ 116/2004 δεν εφαρμόζεται στο πειθαρχικό δίκαιο η αρχή της αυτοϋπόθαλψης.
4 Ως προς το δικαίωμα υπεράσπισης βλ. ΣτΕ 332/1998
5 Βλ και Ν. Πανταζή, Το πειθαρχικό δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων, Νομική Βιλιοθήκη, 2015, σελ. 196, όπου αναφέρεται ότι εξαιρετικό λόγο ενδεχομένως να αποτελέσει και η δυσχέρεια της συλλογής στοιχείων ή της διεξαγωγής ανάκρισης, ιδίως, όταν παράλληλα έχει ξεκινήσει και η ποινική ανάκριση
6 ΣτΕ 945/2004, 1597/1996
7 ΣτΕ 1264/2014, 2166/2011, ΔΕφΑθ 2511/2003
8 Α. Τάχος/Ι. Συμεωνίδης, Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα, Σάκκουλας Α.Ε., 2004, σελ. 1062, όπου αναφέρεται ότι δημόσιο είναι το σκάνδαλο, το οποίο έχει καταστεί γνωστό σε ευρύ κύκλο προσώπων, υπερβαίνοντας τον οικογενειακό ή φιλικό κύκλο. Σκάνδαλο συνιστούν πράξεις ή παραλείψεις προκλητικά αντίθετες προς την αξιοπρέπεια, σύμφωνα με τις κρατούσες αντιλήψεις περί κοινωνικής ηθικής, ή η συμπεριφορά που είναι προδήλως παράνομη.
9 ΣτΕ 1390/2014, 2249/2013, 4311/2012, 415/2012, 1602/2012, ΔΕφΑθ 537/2003
10 ΣτΕ 918/2015, 76/2015
11 ΣτΕ 1430/2005, 3751/2005, 3379/2002, 3216/1998
12 ΣτΕ 905/1990
13 ΣτΕ 2690/2008, 1670/2009, 116/2010, 3272/2014
14 Μ. Πικραμένος, Η σχέση πειθαρχικής και ποινικής δίκης ενόψει του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, ΕφημΔΔ, 2/2013, σελ. 256-258. Σχετική η ΣτΕ 916/2019
15 Ως προς την αποκατάσταση και την απονομή χάριτος βλ. ΣτΕ 3189/2013