1. Η νομική φύση του μέτρου της διαθεσιμότητας
Ως διαθεσιμότητα ορίζεται το διοικητικό εκείνο μέτρο, κατά το οποίο ο δημόσιος υπάλληλος διατηρεί την δημοσιοϋπαλληλική του ιδιότητα και την οργανική του θέση, στην οποία έχει τοποθετηθεί, ωστόσο, για ορισμένο χρονικό διάστημα, τίθεται εκτός της ενεργού άσκησης των καθηκόντων του, λαμβάνοντας, όχι το σύνολο, αλλά ένα μέρος των αποδοχών εκείνων, τις οποίες θα ελάμβανε κανονικά, αν εργαζόταν υπό τις συνήθεις συνθήκες1.
Η διαθεσιμότητα, κατά πάγια νομολογία, δεν αποτελεί πειθαρχική ποινή, αλλά προσωρινό μέτρο διοικητικού χαρακτήρα, το οποίο επιφέρει την απομάκρυνση του υπαλλήλου από τα καθήκοντά του 2. Ο εξερχόμενος της υπηρεσίας του δημόσιος υπάλληλος δεν λογίζεται εξαρχής απολυμένος, αλλά για το ορισμένο χρονικό διάστημα των οχτώ μηνών λαμβάνει μέρος των αποδοχών του, διατηρώντας την δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητά του. Αποτελεί επομένως, προσωρινή απαγόρευση άσκησης των αρμοδιοτήτων του υπαλλήλου, ένα μέτρο προς αποφυγή και καθυστέρηση της απόλυσης. Ωστόσο, στην ουσία, πρόκειται για απόλυση υπό προθεσμία, αφού η σχέση εργασίας, υπηρεσιακή ή ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, λύεται, με τη λήξη του καθεστώτος της διαθεσιμότητας, εφόσον ο υπάλληλος δεν έχει μεταταχθεί.
Κατά το διάστημα που ο υπάλληλος τελεί σε διαθεσιμότητα, η παύση των καθηκόντων του είναι καθολική. Αφορά τόσο τα κύρια καθήκοντα, δηλ. εκείνα που συνδέονται άμεσα με τη θέση που κατέχει ο υπάλληλος και με τη λειτουργία της υπηρεσίας, όπου εντάσσεται η θέση αυτή, όσο και τα παρεπόμενα, τα οποία καλείται να ασκήσει εξαιτίας της ιδιότητάς του ή ως εκπρόσωπος της υπηρεσίας του (π.χ. συμμετοχή σε υπηρεσιακά συμβούλια). Παράλληλα η παύση των καθηκόντων, πέρα από τα υπηρεσιακά, αφορά και τα υπαλληλικά καθήκοντα, τα οποία απαγορεύεται να ανατεθούν σε υπάλληλο, ο οποίος τελεί σε διαθεσιμότητα.
Επομένως, η διαθεσιμότητα αποτελεί μεν διοικητικό μέτρο προσωρινού χαρακτήρα, ωστόσο επιφέρει ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση του δημοσίου υπαλλήλου από τα καθήκοντά του, συνέπεια που προσομοιάζει με αυτή της απόλυσης, παρά το γεγονός ότι η υπαλληλική σχέση δεν λύεται, αλλά κατά το διάστημα της διαθεσιμότητας εξακολουθεί να υφίσταται. Ως δυσμενές λοιπόν διοικητικό μέτρο, πρέπει αφενός να αιτιολογείται ειδικά, αφετέρου η επιβολή του να γίνεται κατόπιν τήρησης των προϋποθέσεων, τις οποίες το Σύνταγμα προβλέπει για την απόλυση του υπαλλήλου, σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 4 Σ.
1 E. Σπηλιωτόπουλος, Χ. Χρυσανθάκη, Βασικοί Θεσμοί Δημοσιοϋπαλληλικού Δικαίου, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Η έκδοση, έτος 2013, σελ. 79
2 H διαθεσιμότητα αποτελεί προσωρινό μέτρο διοικητικού χαρακτήρα, το οποίο επιφέρει την απομάκρυνση του υπαλλήλου από τα καθήκοντά του, γι' αυτό και πρέπει να αιτιολογείται ειδικά (ΣτΕ 1073/1984, 1661/1984), ως εκ τούτου δε συνιστά πειθαρχική ποινή. Ωστόσο, κατά την ΣτΕ 132/1972, 1444/1966, το μέτρο της διαθεσιμότητας μπορεί να επιβληθεί, όταν έχει κινηθεί η πειθαρχική δίωξη ή έχει τεθεί ο υπάλληλος σε αργία, ως μέσο απομάκρυνσής του από την ενεργό άσκηση των υπηρεσιακών καθηκόντων του. Επιπλέον βλ. και Α. Τάχος, Ι. Συμεωνίδης, Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα, Εκδόσεις Σάκκουλα, έτος 2004, σελ. 927-928. Βλ. Επίσης Ι. Συμεωνίδης, Η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων στην εποχή των μνημονίων, Εκδόσεις Σάκκουλα, έτος 2014, σελ. 39-41, όπου αναφέρεται ότι η θέση του υπαλλήλου εκτός καθηκόντων, έστω και για ορισμένο χρονικό διάστημα, μπορεί να επιβληθεί μόνο για νόμιμη αιτία και εφόσον αιτιολογείται ειδικά, καθώς, αν και η ίδια η διαθεσιμότητα δεν αποτελεί απόλυση, ωστόσο, από άποψη συνεπειών, ταυτίζεται με αυτή. Επιπλέον και από το πνεύμα των διατάξεων του ίδιου του ΥΚ απορρέει το γεγονός ότι είναι περιορισμένες και αυστηρώς προβλεπόμενες οι περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες ο υπάλληλος απομακρύνεται από τα καθήκοντά του, χωρίς να λύεται η υπηρεσιακή σχέση, πρόκειται δηλαδή για την περίπτωση της διαθεσιμότητας, επί ασθένειας του υπαλλήλου ή κατάργησης της θέσης του και για τις περιπτώσεις που επιβάλλουν τη λήψη του μέτρου της αργίας. Το χρονικό διάστημα όμως, για το οποίο ο υπάλληλος τίθεται εκτός υπηρεσίας, πρέπει να είναι αυστηρά προσδιορισμένο.