Η υπαλληλική προσφυγή που ασκείται κατά πειθαρχικής απόφασης, που επιβάλλει ποινή οριστικής παύσης ή υποβιβασμού, ασκείται ενώπιον του ΣτΕ, δυνάμει του άρθρου 103 παρ. 4 του Συντάγματος. Σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις που προσβάλλονται πειθαρχικές αποφάσεις, οι οποίες επιβάλλουν κατώτερη πειθαρχική ποινή, η υπαλληλική προσφυγή κατά αυτών ασκείται ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου, δυνάμει του άρθρου 4 παρ. 1 Ν. 2944/2001.
Κατά την εξέταση του βασίμου της υπαλληλικής προσφυγής, το ΣτΕ, κατά το άρθρο 43 παρ. 1 ΠΔ 18/1989, όπως αναλογικά εφαρμόζεται και για τις υπαλλληικές προσφυγές ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου, δυνάμει του άρθρου 4 παρ. 2 Ν. 2944/2001, εξετάζει την υπόθεση, κατά νόμο και ουσία, και μπορεί να διατάξει νέες αποδείξεις ή να ζητήσει διοικητικώς πληροφορίες, χωρίς όμως να εμποδίζεται ο προσφεύγων υπάλληλος να επικαλεστεί οποιοδήποτε πρόσφορο αποδεικτικό στοιχείο.
Ειδικότερα, κατά πάγια νομολογία, το Συμβούλιο της Επικρατείας, κατά την εκδίκαση προσφυγών ουσίας, εξετάζει την υπόθεση κατά το νόμο και την ουσία, δηλαδή προβαίνει στον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των πράξεων που αποδίδονται στον πειθαρχικώς διωκόμενο, ως πειθαρχικών παραπτωμάτων και στην υπαγωγή τους στον προσήκοντα κανόνα δικαίου, περαιτέρω δε, εκφέρει δική του ουσιαστική κρίση σχετικά με την τέλεση των πειθαρχικών παραπτωμάτων και τη σοβαρότητά τους ενόψει και των συνθηκών υπό τις οποίες τελέσθηκαν, καθώς και σχετικά με την επιμέτρηση της πειθαρχικής ποινής, κατ΄ εκτίμηση όλων των στοιχείων του φακέλου της πειθαρχικής υπόθεσης και της εν γένει υπηρεσιακής εικόνας του διωκόμενου1, έχοντας την εξουσία να προβαίνει σε νέα εκτίμηση και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και των στοιχείων του φακέλου καθώς και σε συμπλήρωση αυτών2, εκτός αν δεσμεύεται να δεχθεί την ύπαρξη πραγματικού γεγονότος όπως διαπιστώθηκε από αμετάκλητη ποινική απόφαση3.
Κατόπιν των ανωτέρω, το δικαστήριο, εκ του Συντάγματος και του νόμου, έχει την εξουσία να ασκεί τον πειθαρχικό έλεγχο, κατά τρόπο ουσιαστικό, ώστε να επισημαίνεται η ανάγκη πειθαρχίας του υπαλλήλου και να επιβάλλεται η ανάλογη ποινή, που επισύρει το τελεσθέν πειθαρχικό παράπτωμα, η ποινή δηλαδή να τελεί σε λογικό μέτρο συγκριτικά με τη βαρύτητα του πειθαρχικού παραπτώματος4.
Κατά τη νομολογία, η κρίση περί της επάρκειας ή μη των αποδεικτικών στοιχείων και κατ' επέκταση της προηγηθείσας ανάκρισης, αν δεν διατυπωθεί αμέσως ή εμμέσως από το ίδιο το πειθαρχικό συμβούλιο, δύναται να διατυπωθεί από το ίδιο το δικαστήριο, όταν δικάζει επί προσφυγής, οπότε έχει κατά το Σύνταγμα ( άρθρο 103 παρ. 4 ) και τον νόμο (43 ΠΔ 18/1989) την εξουσία να αξιολογεί ελευθέρως και κατ' ουσία τα πραγματικά στοιχεία της πειθαρχικής υπόθεσης (μαρτυρικές καταθέσεις, πόρισμα ανάκρισης και λοιπά εν γένει στοιχεία), δυνάμενο ακόμα να διατάξει και τη διενέργεια ανάκρισης ή συμπληρωματικής ανάκρισης. Η κατά τα εκτεθέντα δε εξουσία του Δικαστηρίου να κρίνει περί της επάρκειας της προηγηθείσας ανάκρισης είναι απλώς αρμοδιότητα ουσιαστικής αξιολόγησης του αποδεικτικού υλικού της δικογραφίας, την οποία αξιολόγηση το Σύνταγμα και ο νόμος αναθέτουν σε αυτό και δεν συνιστά ανεπίτρεπτη, κατά το Σύνταγμα ( άρθρο 26), υποκατάσταση της δικαιοσύνης στο έργο της διοίκησης ούτε άσκηση διακριτικής εξουσίας5.
Εξαιτίας των ως άνω αναφερθέντων, η νομολογία έχει κρίνει ότι προβάλλονται, με το δικόγραφο της προσφυγής, αλυσιτελώς6 λόγοι που σχετίζονται με πλημμέλειες της αιτιολογίας7, την κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας κατά την επιβολή της ποινής8, την πλάνη περί τα πράγματα9, την κατάχρηση εξουσίας10, την παράβαση της αρχής της αναλογικότητας11, τον εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό12, την εσφαλμένη ουσιαστική εκτίμηση του πειθαρχικού συμβουλίου13 και την κακή σύνθεση αυτού14 Σημειώνεται ότι, εφόσον κριθεί βάσιμος ένας τουλάχιστον λόγος της προσφυγής, η εξέταση των υπολοίπων προβαλλόμενων λόγων παρέλκει ως αλυσιτελής15
Περαιτέρω, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως λόγους, όπως η παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας έκδοσης της πειθαρχικής απόφασης16, η πρόωρη έκδοση της πράξης λύσης της υπαλληλικής σχέσης, ενόσω εκκρεμεί ακόμη η προθεσμία άσκησης της προσφυγής, λόγους που σχετίζονται με το κύρος και τους ουσιώδεις τύπου του παραπεμπτηρίου17, ενώ δεν εξετάζεται αυτεπαγγέλτως η μη κλήση του υπαλλήλου σε απολογία18.
Τέλος, σημειώνεται ότι, όπως έχει κριθεί νομολογιακά, το Συμβούλιο της Επικρατείας, όταν δικάζει πειθαρχικές υποθέσεις, μετά την άσκηση προσφυγής, δεσμεύεται ως προς την ύπαρξη ή μη των πραγματικών περιστατικών, επί των οποίων θεμελιώνεται η πειθαρχική δίωξη, από απόφαση ποινικού δικαστηρίου, που κατέστη αμετάκλητη και έκρινε ποινική κατηγορία, η οποία στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, εφόσον στο σκεπτικό της απόφασης αυτής βεβαιώνεται ρητά ότι το ποινικό δικαστήριο δέχθηκε ως αποδεδειγμένη την ύπαρξη ή την ανυπαρξία των πραγματικών περιστατικών19.
1 ΣτΕ 2612/2015, 4003/2015, 3429/2015, 1925/2013, 110/2012, 999/2010, 1756/2008, 1889/2005
2 ΣτΕ 1317/2008, 274/2007, 2780/2006, 2163/2004, κατά τις οποίες το Δικαστήριο κρίνει, ύστερα από νέα στάθμιση του αποδεικτού υλικού, αν στοιχειοθετείται πειθαρχικό παράπτωμα, και σε καταφατική περίπτωση, αποφαίνεται για την προσήκουσα πειθαρχική ποινή, εκτιμώντας τις συνθήκες, υπό τις οποίες διαπράχθηκε το παράπτωμα, και λαμβάνοντας υπόψη την τυχόν έμπρακτη μεταμέλεια και την εν γένει υπηρεσιακή εικόνα του υπαλλήλου, καθ' όλη τη σταδιοδρομία του
3 ΣτΕ 3430/2015, 3227/2015
4 Γ. Σκουρλέτος, Η Δικαιοδοσία των Διοικητικών Δικαστηρίων, Αθήνα 2005, σελ. 839
5 ΣτΕ 1439/2008, 933/2004, 647/2002
6 Β. Καψάλη, Η δικονομική αλυσιτέλεια ως έκφραση μεθοδολογικής αμηχανίας. Σκέψεις με αφορμή την απόφαση ΣτΕ Ολ 4447/2012, ΘΠΔΔ, 8-9/2013, σελ. 817, όπου αναφέρεται ότι η αλυσιτέλεια ως δικονομικός μηχανισμός ή δικονομική κρίση, περιγράφεται ως η άκαρπη επίκληση ενός λόγου, η αδυναμία του, ανεξαρτήτως της βασιμότητάς του, να οδηγήσει στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Περί της συνταγματικότητας των αυσιτελώς προβαλλόμενων λόγων, Β. Τσιγαρίδας, Οι αλυσιτελώς προβαλλόμενοι λόγοι ακύρωσης στο μεταίχμιο της συνταγματικής νομιμότητας. Σκέψεις με αφορμή την απόφαση ΣτΕ 2180/2013, ΘΠΔΔ, 8-9/2013, σελ. 826
7 ΣτΕ 2612/2015, ΣτΕ 3430/2015, ΣτΕ 3227/2015, ΣτΕ 3429/2015, ΣτΕ 3430/2015, ΣτΕ 4003/2015, ΣτΕ 110/2012, ΣτΕ 584/2008, ΣτΕ 1756/2008
8 ΣτΕ 3227/2015, 110/2012, 3386/2009, 2351/2008, 2617/2006, 1378/1987
9 ΣτΕ 3450/2015, 3429/2015, 3430/2015, 1317/2008
10 ΣτΕ 3227/2015, 3421/2015, 2828/1987
11 ΣτΕ 2612/2015, 3440/2015, 3227/2015, 3429/2015, 3430/2015, 4003/2015
12 ΣτΕ 3227/2015, 1305/2008, 1159/2004, 16/2004, 920/1987
13 ΣτΕ 2612/2015
14 ΣτΕ 2677/2013
15 ΣτΕ 740/1998, 2920/1998, 179/1989
16 ΣτΕ 3863/1986
17 ΣτΕ 1655/1990, 2086/1988, ΣτΕ 3954/1980
18 ΣτΕ 3190/1996
19Στε 2693/2012 σκ. 6, 484/2008, 2343/2006, ΔεφΑΘ 568/2010