Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 περ α της νέας οδηγίας 2006/112/ΕΚ αλλά και κατά το άρθρο 2 της 6ης οδηγίας όσο και κατά το άρθρο 2 παρ. 1 περ α Ν. 2859/2000, σε ΦΠΑ υπόκεινται οι παραδόσεις αγαθών και η παροχή υπηρεσιών, υπό τις εξής προϋποθέσεις:
α) εφόσον πραγματοποιούνται από επαχθή αιτία. Η νομολογία του δικαστηρίου της Ένωσης έχει κρίνει ότι, τόσο στην περίπτωση της παράδοσης αγαθού1 όσο και στην περίπτωση της παροχής υπηρεσιών2, επαχθής αιτία θεμελιώνεται μόνον αν υφίσταται, μεταξύ του παρέχοντος την υπηρεσία και του λήπτη αυτής, έννομη σχέση κατά τη διάρκεια της οποίας ανταλλάσσονται αμοιβαίως παροχές, η δε αμοιβή που λαμβάνει ο παρέχων την υπηρεσία συνιστά την πραγματική αντιπαροχή της υπηρεσίας που παρέχεται στον λήπτη, γεγονός που ισχύει αναλογικά και για την παράδοση αγαθού εξ επαχθούς αιτίας.
β) εφόσον πραγματοποιούνται στο εσωτερικό της χώρας. Κατά την προϋπόθεση αυτή, μια πράξη παράδοσης αγαθού ή παροχής υπηρεσιών, για να είναι φορολογητέα, θα πρέπει να πραγματοποιείται σε έδαφος που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της νέας οδηγίας 2006/112/ΕΚ, όπως αυτό ορίζεται από τα άρθρα 5 και 6 αυτής. Ειδικότερα, η ως άνω οδηγία, κατά το άρθρο 5 αυτής, εφαρμόζεται στο έδαφος της Κοινότητας, ήτοι στο έδαφος του καθενός κράτους-μέλους. Ως έδαφος δε κάθε κράτους-μέλους ορίζεται το έδαφος κάθε κράτους, στο οποίο εφαρμόζεται η Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, εκτός των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 6 της παρούσας οδηγίας3. Πιο συγκεκριμένα, για την περίπτωση της Ελλάδας, το άρθρο 6 παρ. 1 περ α της οδηγίας εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της το Άγιο Όρος, ρύθμιση που επαναλαμβάνεται και σε εθνικό νομοθετικό επίπεδο, με το άρθρο 2 παρ. 2 περ α Ν. 2859/2000.
γ) από υποκείμενο στο φόρο που ενεργεί με αυτή την ιδιότητα και στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας, γεγονός που κρίνεται κατά περίπτωση. Κρίσιμο ρόλο, στο σημείο αυτό, κατέχει η έννοια της οικονομικής δραστηριότητας. Κατά τα άρθρα 9 παρ. 1 εδ β της νέας οδηγίας και 4 παρ. 1 Ν. 2859/2000, ως οικονομική δραστηριότητα θεωρείται οποιαδήποτε δραστηριότητα του παραγωγού, του εμπόρου ή αυτού που παρέχει υπηρεσίες. Ως προς την έννοια αυτή, το Δικαστήριο της Ένωσης έχει αποφανθεί ότι είναι πολύ ευρύς και αντικειμενικός ο χαρακτήρας της και, προκειμένου να χαρακτηριστεί μια δραστηριότητα ως οικονομική, θα πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση, ασχέτως από τους σκοπούς και τα αποτελέσματά της, πρέπει δε να έχει μόνιμο χαρακτήρα και αυτός που την ασκεί να αποκομίζει αμοιβή από την άσκησή της4. Σύμφωνα με την ελληνική νομολογία, για να κριθεί ότι ένα πρόσωπο ασκεί φορολογητέα παροχή υπηρεσίας, θα πρέπει να αποδεικνύεται η πρόθεσή του για άσκηση ανεξάρτητης οικονομικής δραστηρίοτητας, η οποία συνεπάγεται διενέργεια πράξεων με λήψη ανταλλάγματος5. Σχετική είναι και η κρίση του Δικαστηρίου της Ένωσης επί του ζητήματος αν ο ΦΠΑ, όπου υπόκειται ελεύθερος επαγγελματίας, αφορά μόνο τις πράξεις που εντάσσονται στο συνήθη κύκλο δραστηριοτήτων του ή αφορά και οποιαδήποτε άλλη οικονομική πράξη, για την οποία λαμβάνει αντάλλαγμα, ακόμη κι αν ασκείται ευκαιριακά. Το Δικαστήριο έκρινε ότι, για να υπαχθεί κανείς σε ΦΠΑ, πρέπει να επιδιώκει, με τις πράξεις του, επιχειρηματικό ή εμπορικό σκοπό, ώστε να αποκομίσει κέρδος από τα κεφάλαια που επένδυσε. Ένα πρόσωπο που υπόκειται σε ΦΠΑ, επιβαρύνεται με τον φόρο αυτό, όχι μόνο για τις πράξεις εκείνες που δηλώνει ότι εμπίπτουν στη συνήθη οικονομική του δραστηριότητα αλλά και για κάθε αμειβόμενη δραστηριότητα, η οποία συνιστά δραστηριότητα του παραγωγού, του εμπόρου ή του παρέχοντος υπηρεσίες, ακόμη κι αν αυτή δεν υπάγεται στη συνήθη οικονομική δραστηριότητά του6.
Εν συνεχεία, ιδιαίτερης σπουδαιότητας κρίνεται το ζήτημα αν οι ανωτέρω φορολογητέες πράξεις αποτελούν, κατά περίπτωση, περισσότερες πτυχές μιας ενιαίας πράξης ή αν συνιστούν περισσότερες διαφορετικές φορολογητέες ενέργειες. Το ΔΕΕ έχει αποφανθεί ότι ενιαία πράξη υφίσταται ιδίως όταν δύο ή πλείονα στοιχεία ή πράξεις στο πλαίσιο της παρεχόμενης από τον υποκείμενο στον φόρο υπηρεσίας συνδέονται τόσο στενά μεταξύ τους, ώστε να συναποτελούν αντικειμενικώς μία αδιάσπαστη οικονομική παροχή, της οποίας η διαίρεση θα ήταν τεχνητή. Τούτο συμβαίνει επίσης στην περίπτωση κατά την οποία μία ή πλείονες παροχές συνιστούν κύρια παροχή, ενώ η άλλη ή οι λοιπές παροχές συνιστούν μία ή πλείονες παρεπόμενες παροχές, οι οποίες, ως εκ τούτου, ακολουθούν τη φορολογική τύχη της κύριας παροχής. Μια παροχή πρέπει να λογίζεται ως παρεπόμενη κύριας παροχής, οσάκις δεν συνιστά αυτοσκοπό για τους πελάτες, αλλά το μέσο ώστε οι τελευταίοι να απολαύουν της κύριας υπηρεσίας υπό τις βέλτιστες συνθήκες7
1 ΔΕΕ αποφ 11-5-2017 υποθ 36/2016, ΔΕΚ αποφ 25-5-2005, υποθ 435/03 σκ. 20
2 ΔΕΕ αποφ 22-4-2010 υποθ 40/09, ΔΕΕ αποφ 22-6-2016 υποθ 11/2015. Ως προς την ελληνική νομολογία η ΣτΕ 1877/2014, έκρινε ότι “... Όταν η δραστηριότητα του παρέχοντος υπηρεσίες συνίσταται αποκλειστικώς στην παροχή υπηρεσιών χωρίς αντάλλαγμα, δεν επιβάλλεται ΦΠΑ...”, ΔπρΑΘ σκ. 3-4
3 ΔΕΕ αποφ 11-5-2017 υποθ 36/2016 σκ. 30, όπου διατυπώνεται η κρίση ότι “...η σχετική με τον τόπο παραδόσεως του αγαθού προϋπόθεση πληρούται αναμφισβήτητα, δεδομένου ότι η πράξη πραγματοποιήθηκε σε έδαφος κράτους – μέλους, ήτοι στην Πολωνία...”
4 ΔΕΕ αποφ 7-3-2013 υποθ 219/12, ΔΕΕ αποφ 12-5-2016 υποθ 520/2014
5 ΔΕφΑΘ 1103/2009
6 ΔΕΕ αποφ 28-2-2013 υποθ 62/12
7 ΔΕΕ αποφ 8-12-2016 υποθ 208/2015, ΔΕΕ αποφ 4-5-2017 υποθ 699/2015