Ακολούθως, σκόπιμο κρίνεται να αναφερθούν επίσης, ποια είναι εκείνα τα όργανα που έχουν το δικαίωμα να ασκούν πειθαρχική εξουσία, καθώς και ποιες είναι οι ποινές που έχουν αρμοδιότητα να επιβάλουν. Τα ανωτέρω αναλύονται σαφώς στα αρ. 116-120 ΥΚ/2007. Ειδικότερα, στο αρ. 116, μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο δεύτερο του Ν. 4057/2012, ορίζεται ότι πειθαρχική εξουσία ασκούν α) οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι1 β) το διοικητικό συμβούλιο του ΝΠΔΔ για τους υπαλλήλους του νομικού προσώπου γ) το πειθαρχικό συμβούλιο του οικείου φορέα δ) το πειθαρχικό συμβούλιο του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, για τις περιπτώσεις της παρ. 4 του αρ. 117 του παρόντος ε) το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο στ) ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης ζ) το Διοικητικό Εφετείο η) το Συμβούλιο της Επικρατείας. Η απαρίθμηση στη διάταξη αυτή είναι περιοριστική και, αν ασκηθεί δίωξη από άλλο όργανο, αυτή θα είναι παράνομη. Να σημειωθεί, επίσης, ότι το Διοικητικό Εφετείο και το ΣτΕ δεν ασκούν πρωτογενή πειθαρχική εξουσία, αλλά επιλύουν πειθαρχικές υποθέσεις, μετά την άσκηση ενδίκων μέσων, ενώπιόν τους, έχουν όμως την εξουσία να εκτιμήσουν εκ νέου τα πραγματικά περιστατικά, να προβούν στον ορθό νομικό χαρακτηρισμό τους και στην ανάλογη επιμέτρηση της ποινής.
Εν συνεχεία, στο αρ. 118 προβλέπεται ότι όλοι οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι, που αναφέρονται στο αρ. 117, μπορούν να επιβάλουν την ποινή της έγγραφης επίπληξης. Ως προς την ποινή του προστίμου, αυτή μπορούν να την επιβάλουν α) Ο Υπουργός έως και τις αποδοχές τριών (3) μηνών. β) Ο Γενικός Γραμματέας Υπουργείου ή Γενικής Γραμματείας ή αυτοτελούς υπηρεσίας, ο Γενικός Γραμματέας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, ο Ειδικός Γραμματέας, ο Ελεγκτής Νομιμότητας, ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων και οι αρχηγοί του στρατού ξηράς, του ναυτικού και της αεροπορίας, των σωμάτων ασφαλείας και του λιμενικού σώματος έως και τις αποδοχές δύο (2) μηνών. γ) Οι διοικητές μονάδων και σχολών των ενόπλων δυνάμεων, των σωμάτων ασφαλείας και του λιμενικού σώματος, οι διευθυντές καταστημάτων και οι προϊστάμενοι στρατιωτικών υπηρεσιών ή υπηρεσιών των σωμάτων ασφαλείας ή του λιμενικού σώματος αν είναι ανώτατοι αξιωματικοί έως και τις αποδοχές ενός (1) μηνός και αν είναι ανώτεροι έως και το ένα δεύτερο των μηνιαίων αποδοχών. δ) Ο διοικητής του Αγίου Όρους, ο πρόεδρος ή ο επικεφαλής ανεξάρτητης διοικητικής αρχής, ο διοικητής ή ο πρόεδρος συλλογικού οργάνου, ο οποίος ασκεί διοίκηση, ο υποδιοικητής, ο γενικός γραμματέας ή ο αναπληρωτής γενικός γραμματέας νομικού προσώπου έως και τις αποδοχές ενός (1) μηνός. ε) Ο πρύτανης ΑΕΙ έως και τις αποδοχές ενός (1) μηνός. Ο κοσμήτορας σχολής ΑΕΙ, έως και τα δύο τρίτα των μηνιαίων αποδοχών. στ) Ο προϊστάμενος γενικής διεύθυνσης έως και τα δύο τρίτα των μηνιαίων αποδοχών. ζ) Ο προϊστάμενος διεύθυνσης έως και το ένα τέταρτο των μηνιαίων αποδοχών2.
Η ανωτέρω αρμοδιότητα, κατά την παρ. 2 του αρ. 118, ορίζεται ως αμεταβίβαστη3, εκτός αν προβλέπεται κάτι διαφορετικό σε ειδική διάταξη ή πρόκειται για την περίπτωση νόμιμης αναπλήρωσης πειθαρχικού οργάνου, που λείπει, απουσιάζει ή κωλύεται4. Σημειωτέον ότι, κατά την παρ. 5, επί σύγκρουσης αρμοδιοτήτων περισσότερων προϊστάμενων, η πειθαρχική διαδικασία συνεχίζεται από εκείνον τον προϊστάμενο που κάλεσε πρώτος τον υπάλληλο σε απολογία, ωστόσο ο ανώτερος προϊστάμενος διατηρεί το δικαίωμα να ζητήσει την παραπομπή της υπόθεσης στον ίδιο, ενώ, κατά παρ. 6 της οικείας διάταξης, αν κάποιος από τους πειθαρχικώς προϊστάμενους κρίνει ότι το πειθαρχικό παράπτωμα επισύρει ποινή βαρύτερη από αυτή της αρμοδιότητάς του, οφείλει να παραπέμψει την υπόθεση στο ανώτερο όργανο5. Τέλος, σύμφωνα με την παρ. 4 του αρ. 118, οι παειθαρχικώς προϊστάμενοι δρουν αυτεπαγγέλτως6.
Εν συνεχεία, ως προς την αρμοδιότητα των διοικητικών συμβουλίων των ΝΠΔΔ, στο αρ. 119, προβλέπεται ότι αυτά επιβάλουν την ποινή της έγγραφης επίπληξης και του προστίμου έως και τις αποδοχές τριών (3) μηνών7. Όπως ορίζεται στο αρ. 118 παρ. 1 δ, ο διοικητής ΝΠΔΔ έχει την εξουσία να επιβάλει την ποινή του προστίμου έως τις αποδοχές ενός (1) μηνός, διαφορετικά οφείλει να παραπέμψει την υπόθεση στο ΔΣ του ΝΠΔΔ, αν κρίνει ότι πρέπει να επιβληθεί βαρύτερη ποινή, αλλιώς η απόφαση θα πάσχει ακυρότητας8.
Περαιτέρω, στο αρ. 120, ορίζεται ότι τα πειθαρχικά συμβούλια μπορούν να επιβάλουν οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή. Τα πειθαρχικά συμβούλια κρίνουν σε πρώτο βαθμό ύστερα από παραπομπή της υπόθεσης σε αυτά και σε δεύτερο βαθμό ύστερα από άσκηση ένστασης κατά αποφάσεων πειθαρχικών προϊσταμένων. Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφαίνεται σε δεύτερο βαθμό ύστερα από ένσταση κατά αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων και σε πρώτο βαθμό για την εκδίκαση του παραπτώματος της παραγράφου 2 του άρθρου 122 του παρόντος. Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο είναι το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο των ανωτάτων υπαλλήλων του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ., το οποίο κρίνει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό.
1 Σχετικά με το ζήτημα ποιος είναι πειθαρχικώς προϊστάμενος, βλ αρ 117 ΥΚ/2007. Βλ και ΣτΕ 3473/2014 και ΣτΕ 3972/1996, ΔΕφΑθ 476/2010, σύμφωνα με τις οποίες ο Υφυπουργός μπορεί και αυτός να ασκεί πειθαρχική εξουσία.
2 Παρατηρείται ότι η αρμοδιότητα των μονοπρόσωπων πειθαρχικών οργάνων, στα οποία προστέθηκε και ο Ελεγκτής Νομιμότητας, διευρύνθηκε, με τον Ν. 4057/2012, συγκριτικά με το καθεστώς του Ν. 3528/2007, με αποτέλεσμα η συμβολή τους στην πειθαρχική διαδικασία να καθίσταται περισσότερο αποτελεσματική, συγκριτικά με τις περιορισμένες αρμοδιότητες του παρελθόντος.
3 ΣτΕ 4720/1997, 5797/1996, 1291/1963
4 ΣτΕ 78/1999, 2774/1988,
5 Στε 2298/2014, 1264/2014
6 ΣτΕ 78/1999
7 ΣτΕ 1582/2000, 73/1987
8 ΣτΕ 2899/2009, 3587/2008,