Τα ως άνω πειθαρχικά παραπτώματα, κατά κανόνα παραγράφονται με τη συμπλήρωση πενταετίας, με την εξαίρεση των παραπτωμάτων των περ α, γ, δ, θ και ι, ο χρόνος παραγραφής των οποίων συμπληρώνεται με την πάροδο επταετίας1. Ο χρόνος παραγραφής εκκινεί, κατά κανόνα, από την ημέρα τέλεσης του πειθαρχικού παραπτώματος, κατ' εξαίρεση, όμως, για την περ δ, ο χρόνος παραγραφής ξεκινάει από τότε που ο αρμόδιος πειθαρχικώς προϊστάμενος έλαβε γνώση της πράξης, σύμφωνα με την παρ. 1 του αρ. 1122. Αν πρόκειται για κατ' εξακολούθηση πειθαρχικό παράπτωμα, η παραγραφή αρχίζει να υπολογίζεται από το χρονικό σημείο, κατά το οποίο έπαυσε η τέλεση του παραπτώματος3.
Η προθεσμία της παραγραφής είναι δυνατό να παραταθεί σε τρεις περιπτώσεις α) όταν έλαβε χώρα γεγονός που διακόπτει την παραγραφή, δηλαδή κλήση σε απολογία ή παραπομπή στο πειθαρχικό συμβούλιο, οπότε ο συνολικός χρόνος παραγραφής δεν μπορεί να υπερβεί τα επτά έτη, ενώ για τις περιπτώσεις α`, γ`, δ`, θ` και ι` της παραγράφου 1 του άρθρου 107 του παρόντος, τα δέκα έτη, κατά την παρ. 3 του αρ. 1124
β) όταν πρόκειται για πειθαρχικό παράπτωμα που συνιστά, ταυτόχρονα, και ποινικό αδίκημα. Στην περίπτωση αυτή το πειθαρχικό παράπτωμα δεν παραγράφεται πριν παραγραφεί το ποινικό, ενώ οι πράξεις της ποινικής διαδικασίας διακόπτουν την παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος, κατά την παρ. 2 του αρ. 1125. Δεν ασκεί όμως επιρροή στην πειθαρχική παραγραφή ο συντομότερος χρόνος παραγραφής του ποινικού αδικήματος6.
γ) Η παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος διακόπτεται επίσης από την τέλεση νέου πειθαρχικού παραπτώματος, το οποίο αποσκοπεί στην απόκρυψη ή την παρεμπόδιση της πειθαρχικής δίωξης του πρώτου. Στην περίπτωση αυτή το πρώτο παράπτωμα παραγράφεται, όταν παραγραφεί το δεύτερο, εφόσον η παραγραφή του δεύτερου συντελείται σε χρόνο μεταγενέστερο της παραγραφής του πρώτου, όπως ορίζεται στην παρ. 4 του αρ. 112.
Σημειώνεται ότι δεν παραγράφεται το πειθαρχικό παράπτωμα, για το οποίο έχει εκδοθεί πειθαρχική απόφαση σε πρώτο βαθμό. Στην περίπτωση, όμως, που η πρωτοβάθμια πειθαρχική απόφαση ακυρωθεί, για τυπικούς λόγους, και επαναληφθεί η πειθαρχική διαδικασία, η νομολογία έχει αποφανθεί ότι, εφόσον τα ανώτατα χρονικά όρια της παραγραφής αναφέρονται στην πειθαρχική απόφαση, επί ακύρωσής της και επανάληψης της πειθαρχικής διαδικασίας, δεν προσμετράται, για τον υπολογισμό της πενταετίας, το χρονικό διάστημα από την έκδοση της ακυρωθείσης πειθαρχικής απόφασης μέχρι την περιέλευση της ακυρωτικής απόφασης του ΣτΕ στην αρμόδια Υπηρεσία7.
1 Σημειωτέον ότι, πριν την αντικατάσταση του αρ. 112 από τον Ν. 4057/2012, η παραγραφή των πειθαρχικών παραπτωμάτων ήταν, κατά κανόνα, διετής από την ημέρα που διαπράχθηκαν, κατ' εξαίρεση πενταετής, για τα παραπτώματα του αρ. 109 παρ. 2 ΥΚ/2007. Τα χρονικά αυτά όρια της παραγραφής κατηγορήθηκαν ως βραχύχρονα, με συνέπεια η αύξησή τους να κρίνεται απαραίτητο, ώστε να διασφαλίζεται η τιμωρία για τους υπαλλήλους που έχουν υποπέσει σε πειθαρχικά παραπτώματα, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου. Βλ και Θεόδωρος Ψυχογιός, Εισαγωγικό Σημείωμα στην ενότητα ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, ΘΠΔΔ, 7/2008, σελ. 848, όπου αναφέρεται ότι οι συντομότατες προθεσμίες παραγραφής των πειθαρχικών παραπτωμάτων αποτελούν την αιτία ατιμωρησίας των παραβατών υπαλλήλων, η οποία εντείνεται και από την κακώς εννοούμενη “συναδελφική αλληλεγγύη” των μελών του πρωτοβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου.
2 ΣτΕ 2066/1987, 2892/1988, 3185/1987, σχετικά με τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής
3 ΣτΕ 1605/2015, 3875/2015, 4055/2013, 2540/2001, 837/1997, 3486/1994, 1414/1992
4 Αναφέρεται ότι ο ανώτατος χρόνος παραγραφής πριν από την ισχύ του Ν. 4057/2012 οριζόταν στα τρία και τα επτά έτη αντίστοιχα. Σχετικά με την διακοπή της παραγραφής βλ ΣτΕ 2164/2014, 2552/2011, 1223/1990, κατά την οποία η διενέργεια ΕΔΕ δεν διακόπτει την παραγραφή. Βλ ΣτΕ 2552/2011, 1789/2011, 898/2010, περί διακοπής της παραγραφής επί παραπομπής στο πειθαρχικό συμβούλιο
5 ΣτΕ 3366/2007, 2174/1999, 842/1997, 842/1997, 2540/1990
6 ΣτΕ 2664/2003, 2540/2001, 2174/1999
7 ΣτΕ 2993/2014, 1669/2013, 4055/2013 σκ. 16, 837/1997, 177/1995