Στο αρ. 109 Ν. 3528/2007, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του από τους Ν. 4057/2012 και 4325/2015, προβλέπονται, κατά τρόπο περιοριστικό, οι πειθαρχικές ποινές, η επιβολή των οποίων νομιμοποιεί τον τιμωρηθέντα υπάλληλο σε άσκηση υπαλληλικής προσφυγής, είτε στο ΣτΕ, αν πρόκειται για την ποινή της οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού, είτε στο Τριμελές Διοικητικό Εφετείο, αν πρόκειται για ήσσονος βαρύτητας ποινή.
Υπό την αρχική εκδοχή της διάταξης αυτής, κατά την θέση σε ισχύ του νέου Υπαλληλικού Κώδικα (Ν. 3528/2007), ως πειθαρχικέςποινές στο αρ. 109 προβλέπονταν α) η έγγραφη επίπληξη, β) το πρόστιμο έως τις αποδοχές τριών (3) μηνών, γ) η στέρηση του δικαιώματος για προαγωγή από ένα (1) έως πέντε (5) έτη, δ) ο υποβιβασμός κατά ένα βαθμό, ε) η προσωρινή παύση από τρεις (3) έως έξι (6) μήνες με πλήρη στέρηση των αποδοχών και στ) η οριστική παύση. Η οριστική παύση δε επιβάλλεται αποκλειστικά στις περιπτώσεις α) της παράβασης του άρθρου 107 παρ.1(α) του παρόντος, β) της παράβαση καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς νόμους, γ) αποδοχή οποιασδήποτε υλικής εύνοιας ή ανταλλάγματος για το χειρισμό υπόθεσης από υπάλληλο κατά την άσκηση των καθηκόντων του, δ) χαρακτηριστικούς αναξιοπρεπή ή ανάξια για υπάλληλο διαγωγή εντός ή εκτός υπηρεσίας, ε) παραβίαση απορρήτων της υπηρεσίας κατά τις κείμενες διατάξεις, στ) αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων πάνω από είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες συνεχώς ή πάνω από τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες σε διάστημα ενός (1) έτους,ζ) εξαιρετικώς σοβαρή απείθεια, η) άμεση ή μέσω τρίτου προσώπου συμμετοχή σε δημοπρασία την οποία διενεργεί η αρχή στην οποία αυτός ανήκει ή επιτροπή, μέλος της οποίας είναι αυτός, θ) εμμονή σε άρνηση προσέλευσης για εξέταση από υγειονομική επιτροπή, σύμφωνα με την παρ. 10 του άρθρου 56 του παρόντος.
Ακολούθησε η τροποποίηση της διάταξης αυτής από το Ν. 4057/2012, ο οποίος επιχείρησε να επιφέρει μια συνολική αναμόρφωση του πειθαρχικού δικαίου των δημοσίων υπαλλήλων. Ειδικότερα, ως πειθαρχικές ποινές, μετά την ισχύ του παρόντος νόμου, προβλέφθηκαν α) η έγγραφη επίπληξη β) το πρόστιμο έως τις αποδοχές δώδεκα (12) μηνών γ) η στέρηση του δικαιώματος για προαγωγή από ένα (1) έως πέντε (5) έτη δ) η στέρηση του δικαιώματος συμμετοχής σε διαδικασία επιλογής προϊσταμένου οργανικής μονάδας οποιουδήποτε επιπέδου από ένα (1) έως πέντε (5) έτη ε) η αφαίρεση της άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου οργανικής μονάδας οποιουδήποτε επιπέδου για τη θητεία ή το υπόλοιπό της στ) ο υποβιβασμός έως δυο (2) βαθμούς ζ) η προσωρινή παύση από τρεις (3) έως δώδεκα (12) μήνες με πλήρη στέρηση των αποδοχών η) η ποινή της οριστικής παύσης.
Στο πεδίο των πειθαρχικών ποινών, ο Ν. 4057/2012 επέφερε τις εξής αλλαγές: α) αυστηροποιήθηκαν οι ποινές. β) Προστέθηκαν νέες πειθαρχικές ποινές, ήτοι η στέρηση του δικαιώματος για συμμετοχή σε διαδικασία επιλογής προϊσταμένου οργανικής μονάδας οποιουδήποτε επιπέδου από ένα (1) έως πέντε (5) έτη και η αφαίρεση της άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου οργανικής μονάδας οποιουδήποτε επιπέδου για τη θητεία ή το υπόλοιπό της1. γ) Καθιερώθηκε ως παρεπόμενη διοικητική ποινή για κάθε πειθαρχικό παράπτωμα, εκτός από εκείνα που επισύρουν την ποινή της έγγραφης επίπληξης και του προστίμου αποδοχών έως δώδεκα (12) μηνών, υψηλό πρόστιμο, σύμφωνα με την παρ. 3 του αρ. 1092. δ) Τέλος, προβλέφθηκε κατώτατο όριο ποινών για ορισμένα παραπτώματα3, ενώ η ποινή της οριστικής παύσης, επιβάλλεται πλέον ελευθέρως, κατά τη διακριτική ευχέρεια του πειθαρχικού οργάνου, χωρίς να συνδέεται πλέον με ορισμένα μόνο πειθαρχικά παραπτώματα.
Ακολούθως, με τον Ν. 4325/2015, η διάταξη του αρ. 109 πήρε την ισχύουσα μορφή της, σύμφωνα με την οποία διατηρήθηκαν αναλλοίωτες οι προβλεπόμενες πειθαρχικές ποινές και η βαρύτητά τους, διατηρήθηκε η παρεπόμενη διοικητική κύρωση του προστίμου και το κατώτατο όριο ποινής, για ορισμένα πειθαρχικά παραπτώματα. Επανήλθε, ωστόσο, η σύνδεση της ποινής της οριστικής παύσης με ορισμένα μόνο πειθαρχικά παραπτώματα, ειδικότερα η οριστική παύση επιβάλλεται, περιοριστικά4, σύμφωνα με την πάγια αρχή του διοικητικού δικαίου, περί διασταλτικής ερμηνείας των διατάξεων που προβλέπουν ποινές5, στις εξής περιπτώσεις: α) της παράβασης του άρθρου 107 παράγραφος 1α του παρόντος β) της παράβασης καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς νόμους γ) της απόκτησης οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ιδίου του υπαλλήλου ή τρίτου προσώπου κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών, δ) της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς ή ανάξιας για υπάλληλο διαγωγής εντός ή εκτός υπηρεσίας, ε) της παράβασης της υποχρέωσης εχεμύθειας, στ) της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων πάνω από είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες συνεχώς ή πάνω από τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες σε διάστημα ενός (1) έτους ή πάνω από πενήντα (50) εντός μίας τριετίας, ζ) της εξαιρετικώς σοβαρής απείθειας, η) της άμεσης ή μέσω τρίτου προσώπου συμμετοχής σε δημοπρασία την οποία διενεργεί επιτροπή μέλος της οποίας είναι ο υπάλληλος ή όταν η επιτροπή αυτή υπάγεται στην αρχή στην οποία ο υπάλληλος υπηρετεί, θ) της εμμονής σε άρνηση προσέλευσης για εξέταση από υγειονομική επιτροπή. Επίσης, η ποινή της οριστικής παύσης μπορεί να επιβληθεί στον υπάλληλο για οποιοδήποτε παράπτωμα, αν κατά την προηγούμενη της διάπραξής του διετία του είχαν επιβληθεί τρεις (3) τουλάχιστον πειθαρχικές ποινές ανώτερες του προστίμου αποδοχών ενός (1) μηνός ή κατά το προηγούμενο της διάπραξής του έτος είχε τιμωρηθεί για το ίδιο παράπτωμα με ποινή ανώτερη του προστίμου αποδοχών ενός (1) μηνός.
Οι πειθαρχικές ποινές, στην ως άνω διάταξη, απαριθμούνται εξαντλητικά. Αυτό σημαίνει ότι το εκάστοτε αρμόδιο πειθαρχικό όργανο δεν μπορεί να επιβάλει ποινή που δεν προβλέπεται στην παρούσα διάταξη ούτε να επιβάλει πειθαρχική ποινή τροποποιημένη ή με περιορισμό του αποτελέσματος6.
Από την ανωτέρω παράθεση των πειθαρχικών ποινών, παρατηρείται ότι αυτές κλιμακώνονται, ανάλογα με την βαρύτητά τους, γεγονός που φανερώνει ότι ο νομοθέτης, κατά την πρόβλεψή τους, έλαβε υπόψη του και την αρχή της αναλογικότητας. Κι αυτό διότι η ποινή πρέπει να είναι ανάλογη του πειθαρχικού παραπτώματος7, στάθμιση στην οποία προβαίνει το πειθαρχικό όργανο, που είναι αρμόδιο για την επιβολή της.
Στον Υπαλληλικό Κώδικα δεν καθορίζεται η αντιστοιχία παραπτώματος – ποινής, με αποτέλεσμα ο πειθαρχικός δικαστής να διατηρεί ευρεία διακριτική ευχέρεια, κατά την επιμέτρηση της ποινής, συγκριτικά και με την βαρύτητα του υπό κρίση πειθαρχικού παραπτώματος. Εξαίρεση αποτελούν ορισμένα μόνο πειθαρχικά παραπτώματα, όπου καθορίζεται κατώτατο όριο ποινής, κατά το αρ. 109 παρ. 4. Πιο συγκεκριμένα, κατά την παρ. 2 του αρ. 109, για την επιβολή οποιασδήποτε πειθαρχικής ποινής σε υπάλληλο συνεκτιμώνται οι ιδιαίτερες συνθήκες τέλεσης του παραπτώματος (οι οποίες μπορεί να αφορούν σε υποκειμενικά στοιχεία, που σχετίζονται με το πρόσωπο του υπαλλήλου, όπως αυτές που αναφέρονται στο αρ. 108 παρ. 2 α-ζ, ή σε αντικειμενικά γεγονότα, δηλαδή στις υπηρεσιακές συνθήκες, υπό τις οποίες ενεργεί ο υπάλληλος8), η εν γένει προσωπικότητα του υπαλλήλου (έτσι όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και την κατ' ιδίαν εκτίμηση του πειθαρχικού οργάνου) καθώς και η υπηρεσιακή του εικόνα, όπως προκύπτει από το προσωπικό του μητρώο και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας. Τα στοιχεία αυτά, τα οποία λαμβάνει υπόψη του το πειθαρχικό όργανο, αποτελούν ελαφρυντικά γεγονότα, που υποχρεούται να συνεκτιμήσει, κατά την επιμέτρηση της ποινής9. Από τη διατύπωση της διάταξης και τη χρήση του ρήματος “συνεκτιμώνται” σε οριστική ενεστώτα, προκύπτει σαφώς η βούληση του νομοθέτη να μην θέσει στη διακριτική ευχέρεια του πειθαρχικού οργάνου τη λήψη υπόψη των στοιχείων αυτών, αλλά να την καταστήσει υποχρεωτική. Εκτός των ανωτέρω στοιχείων, κατά την παρ. 3 του αρ. 109, συνεκτιμώνται και τυχόν επιβαρυντικές περιστάσεις, κατά την επιμέτρηση της ποινής. Σημειωτέον ότι, σύμφωνα με την αρχή ne bis in idem, η οποία εφαρμόζεται και στην πειθαρχική δίκη, καθώς, κατά την ΕΣΔΑ, οι πειθαρχικές ποινές, εμπίπτουν στην κατηγορία των ποινικών κυρώσεων, δεν είναι δυνατή αφενός η δεύτερη πειθαρχική δίωξη για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα, αφετέρου αποκλείεται η επιβολή δύο ποινών για το ίδιο παράπτωμα10. Είναι όμως ενδεχόμενη η συρροή πειθαρχικών ποινών, στην περίπτωση όπου συνεξετάζονται περισσότερα πειθαρχικά παραπτώματα, τελεσθέντα από τον ίδιο υπάλληλο11.
1 Στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αναφέρεται ότι θεσπίζονται νέες πειθαρχικές ποινές και καθίστανται αυστηρότερες οι προβλεπόμενες στον Ν. 3528/2007 πειθαρχικές ποινές. Ειδικότερα, οι νέες ποινές, που αφορούν τη στέρηση του δικαιώματος συμμετοχής στη διαδικασία επιλογής προϊσταμένων οργανικών μονάδων, για ορισμένο χρονικό διάστημα και την αφαίρεση του δικαιώματος άσκησης αντίστοιχων καθηκόντων, για τη θητεία ή το υπόλοιπό της, κρίθηκε απαραίτητο να καθιερωθούν διότι, σύμφωνα με το ισχύον σύστημα κινητής ιεραρχίας, οι προϊστάμενοι οργανικών μονάδων δεν καταλαμβάνουν τις θέσεις αυτές με προαγωγή, αλλά ασκούν τα αντίστοιχα καθήκοντα για ορισμένο χρόνο, με συνέπεια η ποινή του βαθμολογικού υποβιβασμού να μην έχει πλέον την ίδια βαρύτητα, όπως σε ένα σύστημα σταθερής ιεραρχίας...Επίσης η πειθαρχική ποινή του υποβιβασμού μπορεί να φτάσει και τους δύο βαθμούς, προκειμένου να αποκτήσει μεγαλύτερη βαρύτητα, δεδομένου ότι η βαθμολογική διάρθρωση, που ορίζει ο ισχύων υπαλληλικός κώδικας, έχει περιορισμένη κλιμάκωση και ο υποβιβασμός κατά ένα βαθμό δεν αποτελούσε πειθαρχική ποινή με ιδιαίτερη αποδοκιμασία, που θα μπορούσε να λειτουργήσει αποτρεπτικά, για τη διάπραξη πειθαρχικών παραπτωμάτων.
2 Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, η επιβολή αυτής της χρηματικής κύρωσης αποβλέπει στην τιμωρία υπαλλήλων, που έχουν υποπέσει σε ιδιαίτερα σοβαρά πειθαρχικά παραπτώματα, η δε αποδοκιμασία της συμπεριφοράς του πρέπει να είναι έντονη και να μην περιορίζεται στην υπηρεσιακή τους κατάσταση, αλλά να επεκτείνεται και στον κολασμό τους σε οικονομικό επίπεδο.
3 βλ. αρ 109 παρ 5. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, με τον τρόπο αυτό, περιορίζεται θεμιτά η ευχέρεια του πειθαρχικού οργάνου, κατά την επιμέτρηση της ποινής, με σκοπό την πλήρη διασφάλιση κρίσης, που να ανταποκρίνεται στη βαρύτητα του διαπραχθέντος παραπτώματος.
4 ΟλΣτΕ 3078/1972, 124/1971, 2911/1970
5 ΣτΕ 2579/1966
6 ΣτΕ 1634/2000, 636/1996, 1618/1995, 2200/1992
7 ΣτΕ 1599/2015, 2139/2015 2612/2015 3430/2015, 2940/2015, 1739/2014, 2677/2013, 1940/2013, 3978/2012, ΔΕφΑθ 832/2013, 62/2013
8 Ειδικότερα, στην παρ. 2 του αρ. 111, ορίζεται ότι κατά την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνονται υπόψη οι διατάξεις του αρ. 108 παρ. 2 περ β, γ, ε, ζ, ενώ η υποτροπή αποτελεί ιδιαίτερα επιβαρυντική περίπτωση.
9 ΣτΕ 4311/2012
10 Πρόκειται για την πάγια αρχή του ποινικού δικαίου, όπου απαγορεύεται δεύτερη δίωξη για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα, εφόσον έχει ήδη εκδοθεί πειθαρχική απόφαση από οποιοδήποτε πειθαρχικό όργανο και αφορά το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα που τελέστηκε από τον ίδιο υπάλληλο. Η δεύτερη δίωξη είναι απαράδεκτη, χωρίς όμως να συνεπάγεται δυσμενείς συνέπειες για το όργανο που την κήρυξε. Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση που έχει επιβληθεί στον υπάλληλο το μέτρο της αργίας, δεδομένου του χαρακτήρα της ως διοικητικού μέτρου (βλ ΣτΕ 27/2008, 2419/2009, 1421/2011, ΔεφΘεσσαλ 156/2013, 217/2013), επομένως δεν συνιστά πειθαρχική ποινή που καθιστά απαράδεκτη την δεύτερη πειθαρχική δίωξη. Βλ και ΣτΕ 3826/1995, 1582/1993, 3323/1988
11 Νικόλαος Πανταζής, Πειθαρχικό Δίκαιο Δημοσίων Υπαλλήλων, Νομική Βιβλιοθήκη, έτος 2015, σελ 175-176. Στην περίπτωση αυτή, όπου ο ίδιος υπάλληλος έχει διαπράξει περισσότερα συναφή πειθαρχικά παραπτώματα, τα οποία αποτελούν αντικείμενο της ίδιας πειθαρχικής δίκης, επειδή στηρίζονται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, κατά το αρ. 111 παρ. 1, το πειθαρχικό συμβούλιο κρίνει ξεχωριστά το κάθε παράπτωμα, επιβάλλεται όμως μια ενιαία ποινή, κατόπιν εκτίμησης της βαρύτητας του κάθε πειθαρχικού παραπτώματος αυτοτελώς. Σχετικές οι ΣτΕ 927/2000, 4974/1996, ΔΕφΑθ 230/2007.