Ο δημόσιος υπάλληλος, οποίος τέθηκε σε αυτοδίκαιη αργία, με την έκδοση σχετικής διαπιστωτικής πράξης, μπορεί να στραφεί κατά αυτής και να ζητήσει την ακύρωσή της, με την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως, ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Εφετείου, όπως προκύπτει από τα αρ. 1 και 3 παρ.1 Ν. 702/1977. Διαφοροποίηση εισάγεται στην περίπτωση όπου η ποινή της αυτοδίκαιης αργίας επιβάλλεται λόγω επιβολής στον υπάλληλο της ποινής της οριστικής παύσης. Πιο συγκεκριμένα, κατά της απόφασης που επιβάλει την οριστική παύση χωρεί προσφυγή ουσίας στο Συμβούλιο της Επικρατείας, σύμφωνα με το αρ. 103 παρ. 4 Σ και 142 παρ. 1 ΥΚ/2007, όπως αντικαταστάθηκε με τον Ν. 4057/2012, ενώ κατά της διαπιστωτικής πράξης, με την οποία ο υπάλληλος τίθεται σε αργία, ασκείται αίτηση ακύρωσης, ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Εφετείου. Παρ' όλα αυτά, αν τόσο η πράξη επιβολής της ποινής της οριστικής παύσης όσο και η πράξη θέσης σε αργία προσβληθούν και οι δύο ενώπιον του ΣτΕ, τότε αυτό καθίσταται αρμόδιο να κρίνει επί του συνόλου της υπόθεσης. Ωστόσο με την ενιαία πειθαρχική αντιμετώπιση όλων των υπαλλήλων του κράτους, Δημοσίου, ΟΤΑ και ΝΠΔΔ, μόνιμων και ΙΔΑΧ, που εισήγαγε ο Ν. 4057/2012, με το άρθρο τέταρτο και πέμπτο αυτού, ζήτημα δημιουργείται, σχετικά με το αν είναι δυνατή η άσκηση προσφυγής, ενώπιον του ΣτΕ, κατά απόφασης του πειθαρχικού συμβουλίου, που επιβάλει σε ΙΔΑΧ την ποινή της οριστικής παύσης. Σύμφωνα με το άρθρο 142 παρ. 1 Ν. 3528/2007 δικαίωμα προσφυγής, ενώπιον του ΣτΕ έχουν αποκλειστικά και μόνο οι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι. Οι ΙΔΑΧ, ωστόσο, μπορούν να στραφούν κατά της πειθαρχικής απόφασης που τους επιβάλει οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή, με αίτηση ακύρωσης, ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού εφετείου, σύμφωνα με το αρ. 1 παρ. 1 περ. γ Ν. 702/1977.
Παράλληλα, ο αιτών, μπορεί να ζητήσει και την δικαστική αναστολή της προσβαλλόμενης πράξης, σύμφωνα με το αρ. 52 παρ. 2 ΠΔ 18/1989, με δεδομένο ότι η προθεσμία για την άσκηση της αίτησης ακύρωσης και η ίδια η άσκηση αυτής δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Ωστόσο, η νομολογία του ΣτΕ είναι αρκετά φειδωλή, ως προς τη χορήγηση δικαστικής αναστολής της πράξης επιβολής της αυτοδίκαιης αργίας. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι οι διοικητικές πράξεις που αναφέρονται στην υπηρεσιακή κατάσταση δημοσίων υπαλλήλων, όπως η πράξη περί θέσεως του αιτούντος σε αυτοδίκαιη αργία, συνάπτονται με την ομαλή λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας και η άμεση εκτέλεσή τους επιβάλλεται από λόγους δημοσίου συμφέροντος. Οι πράξεις αυτές δεν υπόκεινται σε αναστολή εκτελέσεως, εκτός εάν, εξαιτίας της συνδρομής εξαιρετικών λόγων, η άμεση εκτέλεση των πράξεων αυτών θα μπορούσε να προξενήσει στον υπάλληλο σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη, οπότε μπορεί να χορηγηθεί αναστολή αφού συνεκτιμηθούν και οι ανάγκες της δημόσιας υπηρεσίας. Η μείωση των αποδοχών του αιτούντος κατά το μισό δεν οδηγεί στην πλήρη στέρηση κάθε μέσου βιοπορισμού του[1].
[1] ΕΑ 56/2014, 242/2013, 369/2013, 532/2012, 113/2011, ΔεφΠειρ 28/2013, 127/2013, 37/2013, ΔΕφΑθ 476/2013