Ως αυτοδίκαιη αργία νοείται η δυσμενής μεταβολή της υπηρεσιακής κατάστασης του υπαλλήλου, που συνδέεται και προϋποθέτει την υπαιτιότητά του. Υπό το καθεστώς της αργίας, ο δημόσιος υπάλληλος τίθεται εκτός ενεργού υπηρεσίας, απομακρύνεται από την άσκηση των κύριων και παρεπόμενων καθηκόντων του, για λόγους δημοσίου συμφέροντος και λαμβάνει μειωμένες αποδοχές[1]. Ωστόσο, η υπαλληλική σχέση δε λύεται, αλλά ο υπάλληλος διατηρεί τη δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα, την οργανική του θέση και τον βαθμό του.
Κατά πάγια νομολογία, η θέση υπαλλήλου σε κατάσταση αργίας αποτελεί διοικητικό μέτρο προσωρινού και επείγοντος χαρακτήρα, που αποσκοπεί στην άμεση απομάκρυνσή του από την υπηρεσία, αν λόγοι υπηρεσιακοί ή δημοσίου συμφέροντος το επιβάλλουν[2]. Πιο συγκεκριμένα, η υποχρεωτική ή δυνητική θέση σε αργία δε συνιστά πειθαρχική ποινή, προδικάζοντας ενοχή του υπαλλήλου στον οποίο επιβλήθηκε[3][4], αλλά αποτελεί εξαιρετικό διοικητικό μέτρο προσωρινού χαρακτήρα, το οποίο είναι προκαταρκτικό της πειθαρχικής διώξεως του υπαλλήλου και αποσκοπεί στην άμεση απομάκρυνσή του από την υπηρεσία, χωρίς να λύεται η υπαλληλική σχέση, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, μέχρις ότου το αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο, ενώπιον του οποίου επιβάλλεται η άμεση παραπομπή του υπαλλήλου, αποφανθεί τελικά, μέσα σε σύντομη τακτή προθεσμία και κάτω από τις πλήρεις εγγυήσεις της πειθαρχικής διαδικασίας (κλήση σε απολογία κ.α.), ως προς την ευθύνη του υπαλλήλου σχετικά με τις αιτιάσεις που αποδίδει σ' αυτόν η πράξη, με την οποία τίθεται σε αργία[5].
Ενώ, όμως, οποιαδήποτε πράξη με την οποία ο δημόσιος υπάλληλος απομακρύνεται από τα καθήκοντά του, για να είναι νομότυπα εκδοθείσα και νόμιμη ως προς το περιεχόμενό της, απαιτείται να τελεί υπό τις εγγυήσεις που θέτει το ίδιο το Σύνταγμα (προηγούμενη απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου, προηγούμενη ακρόαση κ.α.) στην περίπτωση της αυτοδίκαιης αργίας[6], η θέση του υπαλλήλου στην κατάσταση αυτή είναι υποχρεωτική για τη διοίκηση, χωρίς να χρειάζεται η έκδοση διοικητικής πράξης προηγούμενης ουσιαστικής κρίσης άλλου οργάνου, ήτοι του υπηρεσιακού συμβουλίου[7], ούτε και προηγούμενη ακρόαση του υπαλλήλου που τίθεται σε αργία. Κι αυτό διότι η αυτοδίκαιη αργία δεν επιβάλλεται κατά την ενάσκηση διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης, αλλά κατά δέσμια αρμοδιότητα αυτής, αφ' ης στιγμής συντρέξουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 103 ΥΚ/2007, όπως εκάστοτε τροποποιείται[8]. Όμως, για την ορθή λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας, εκδίδεται διαπιστωτική πράξη, η οποία, εξαιτίας του δυσμενούς χαρακτήρα της για τον υπάλληλο, αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη[9], με όλες τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται.
Κατά την κρίση της νομολογίας, η θέση του υπαλλήλου σε υποχρεωτική αργία, που έχει ως συνέπεια την παρακράτηση των αποδοχών του, επέρχεται εκ του νόμου αυτοδίκαια και επιβάλλεται ως διοικητικό μέτρο, υποχρεωτικά, μόλις συντρέξει η αντικειμενική προϋπόθεση της αμετάκλητης παραπομπής του σε δίκη, χωρίς να καταλείπεται διακριτική ευχέρεια στη διοίκηση να μην προβεί στις σχετικές ενέργειες. Η δε διοικητική πράξη που ακολουθεί, σε σχέση, με τη θέση του υπαλλήλου σε υποχρεωτική αργία έχει απλώς διαπιστωτικό χαρακτήρα της ήδη εκ του νόμου συντελεσθείσας μεταβολής της υπηρεσιακής κατάστασης αυτού. Ως εκ τούτου, ο χρόνος της διαπίστωσης, με την πράξη αυτή, της θέσης του υπαλλήλου σε υποχρεωτική αργία ανατρέχει στον χρόνο της αμετάκλητης παραπομπής του στο ακροατήριο, οπότε και έχει συντελεστεί αυτοδίκαια η περιέλευσή του στην εν λόγω κατάσταση[10].
[1] Σ. Χριστοφορίδης, Δυσμενή μέτρα κατά δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, Σάκκουλας Α.Ε., 2014, σελ. 43
[2] ΣτΕ 1421/2011, 2419/2009, 27/2008, ΔεφΘεσσαλ 156/2013, 217/2013, ΔΕφΑθ 2654/2013
[3] Κ. Ρέμελης, Η αναδρομική εφαρμογή της αυτοδίκαιης θέσης σε αργία επί εκκρεμών πειθαρχικών υποθέσεων, ΕφημΔΔ, τεύχος 6/2012, σελ. 797
[4] Α. Τάχος / Ι. Συμεωνίδης, Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα, Σάκκουλας Α.Ε., 3η έκδοση, 2007, σελ. 1153, όπου αναφέρεται ότι, αν και η αυτοδίκαιη αργία δε συνιστά πειθαρχική ποινή, θεμελιώνοντας ενοχή του υπαλλήλου, στον οποίο επιβάλλεται, ωστόσο ενέχει το στοιχείο της έντονης ηθικής μομφής
[5] ΣτΕ 1506/1989, 649/1987, 1693/1977
[6] ΣτΕ 3895/96, 719/88, 4110/86, 1476/85 , κατά τις οποίες, σε αντίθεση με την αυτοδίκαιη αργία, η επιβολή της δυνητικής αργίας προϋποθέτει την προηγούμενη κρίση του υπηρεσιακού συμβουλίου
[7] ΟλΣτε 1900/2014 (υπό το καταργηθέν καθεστώς του Ν. 4093/2012), η οποία αναφέρει ότι “... Επειδή, όπως έχει γίνει παγίως δεκτό, υπό το κράτος των προϊσχυσασών διατάξεων, η αυτοδίκαιη θέση του υπαλλήλου σε κατάσταση αργίας δεν επιφέρει τη λύση της υπαλληλικής σχέσεως, ούτε την απώλεια της οργανικής θέσεως ή του κατεχομένου από τον υπάλληλο βαθμού ούτε αποτελεί πράξη απολύσεως από την υπηρεσία ή πράξη εκτελέσεως σχετικής αποφάσεως του υπηρεσιακού συμβουλίου, αλλά συνιστά προσωρινό διοικητικό μέτρο, το οποίο συνεπάγεται την για λόγους δημοσίου συμφέροντος διακοπή της ενεργού ασκήσεως των υπηρεσιακών καθηκόντων του υπαλλήλου κατά τη διάρκεια της εκκρεμότητας της πειθαρχικής ή ποινικής του υποθέσεως. Συνεπώς, η επιβολή του μέτρου αυτού δεν ισοδυναμεί από πλευράς εννόμων αποτελεσμάτων προς απόλυση ή υποβιβασμό (ΣτΕ 2163/2004 7μλ., 3727/1994, 1241/1993, 2363/1992, 649, 4635/1987, πρβλ. ΣτΕ 3376/2013 κ.ά.). Ως εκ τούτου, η θέση του υπαλλήλου σε κατάσταση αργίας, σύμφωνα με την προεκτεθείσα διάταξη της περ. ε΄ της παρ. 1 της υποπαραγράφου Ζ3 του ν. 4093/2012, η οποία έχει τα αυτά εννοιoλογικά χαρακτηριστικά, δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις για τις οποίες απαιτείται, κατά το προεκτεθέν άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος, προηγούμενη απόφαση του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου (πρβλ. ΣτΕ 3376/2013, 1480/1999, 1859-62/1997, 1409/1983, 1444/1966 κ.ά.).
[8] ΣτΕ 3009/1996, 1506/1989, όπου διατυπώνεται η κρίση ότι “...Επειδή, στην παρ. 3 του άρθρου 191 του Υπαλληλικού Κώδικα [π.δ. 611/1977, ΦΕΚ Α` 198] ορίζονται τα εξής : "Ωσαύτως τίθεται αυτοδικαίως εις αργίαν ο υπάλληλος κατά του οποίου εξεδόθη πειθαρχική περί απολύσεως απόφασις, από της κοινοποιήσεως αυτής μέχρι λήξεως της διά την προσβολήν αυτής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας τεταγμένης προθεσμίας ή μέχρι της εκδόσεως της οριστικής αποφάσεως επί της τυχόν ασκηθείσης κατ` αυτής προσφυγής. . . ". Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, για να ληφθεί εις βάρος υπαλλήλου το διοικητικό μέτρο της αυτοδίκαιης αργίας, αρκεί ότι εκδόθηκε πειθαρχική απόφαση περί απολύσεώς του. Εφ` όσον, συνεπώς, συντρέχει η προϋπόθεση αυτή, η θέση του υπαλλήλου σε αυτοδίκαιη αργία είναι υποχρεωτική για την διοίκηση, η οποία δεν έχει διακριτική ευχέρεια να μη προβεί στην ενέργεια αυτή. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος, τήρηση του τύπου της προηγουμένης ακροάσεως επιβάλλεται όταν το δυσμενές διοικητικό μέτρο λαμβάνεται κατ` ενάσκηση διακριτικής εξουσίας εκ μέρους της Διοικήσεως, όχι δε και όταν ο νόμος καθιστά υποχρεωτική τη λήψη του μέτρου αυτού για τη διοίκηση, μη δυναμένη να ενεργήσει άλλως, ή όταν η επιβολή του μέτρου επέρχεται αυτοδικαίως από το νόμο με μόνη τη συνδρομή των νομίμως προϋποθέσεων, διότι στις περιπτώσεις αυτές η ακρόαση του ενδιαφερομένου δεν μπορεί να επιδράσει στην διαμόρφωση της κρίσεως του κατά δεσμία εξουσία ενεργούντος οργάνου [πρβλ. ΣτΕ 1506/1989 , 972/1994].
[9] Α. Τάχος / Ι. Συμεωνίδης, Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα, Σάκκουλας Α.Ε., 2η έκδοση, έτος 2004, σελ. 936
[10] ΕΣ 1254/2016