Το ζήτημα της στέλεχωσης της ελληνικής δημόσιας διοίκησης με μόνιμο προσωπικό διέπεται από μια σύγκρουση απόψεων της κοινής γνώμης, περί του προβηλματισμού αν η συνταγματική πρόβλεψη της μονιμότητας συμβάλει στην πληρέστερη εξυπηρέτηση των συμφερόντων των διοικουμένων ή αν αυτά καταστρατηγούνται από την βραδυκίνητη διοικητική γραφειοκρατία και την απροθυμία των υπαλλήλων να εκτελέσουν άμεσα τα καθήκοντά τους.
Οι ως άνω αντιτθέμενες θέσεις, περί συνταγματικής πρόβλεψης της μονιμότητας, βρέθηκαν, για μία ακόμη φορά, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και του πολιτικού κόσμου, κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος, ενόψει της πρόσφατης συνταγματικής αναθεώρησης.
Πιο συγκεκριμένα, το ζήτημα ανέκυψε με αφορμή την πρόταση αναθεώρησης που υπέβαλε η Νέα Δημοκρατία, η οποία πρότεινε την αναθεώρηση του άρθρου 103 παρ. 7 του Συντάγματος, προκειμένου να κατουχρωθεί συνταγματικά ο θεσμός της αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων, με τη συμμετοχή και του ΑΣΕΠ στην σχετική διαδικασία, συνταγματική ρύθμιση που θα συντείνει στην προώθηση των αρχών της αμεροληψίας, της ουδετερότητας και της αξιοκρατίας, στο πλαίσιο του δημόσιου τομέα, με στόχο η διοίκηση να τεθεί στην υπηρεσία του πολίτη, να απαντά εγκαίρως στα αιτήματά του και να συμμορφώνεται με τις δικαστικές αποφάσεις, χωρίς να τίθεται ζήτημα άρσης της μονιμότητας.
Απέναντι στην εν λόγω πρόσταση αναθεώρησης βρέθηκαν οι κομματικές παρατάξεις του ΣΥΡΡΙΖΑ, ο οποίος υποστήριξε ότι η συνταγματική κατοχύρωση της μονιμότητας αποτελεί κατάκτηση, και του ΚΚΕ, το οποίο υποστήριξε ότι η συνταγματική υποταγή της αξιολόγησης οδηγεί στην πλήρη υποταγή των δημοσίων υπαλλήλων και στη μετατροπή τους σε πειθήνια όργανα εγαρμοφής των κυρίαρχων πολιτικών για τη λειτουργία και τους στόχους της δημόσιας διοίκησης, στο πλαίσιο της καπιταλιστικής οικονομίας. Πιο μετριοπαθής ως προς το ζήτητμα της αξιολόγησης στάθηκε η Ένωση Κεντρώων, η οποία δέχτηκε την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά έκρινε ότι αυτή δε σχετίζεται με τη συνταγματική τάξη.
Ενδιαφέρουσα ήταν η προσέγγιση της συμπαράταξης ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ, η οποία ξεκαθάρισε ότι δεν δέχεται αλλαγή στο ζήτημα της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά προχώρησε ένα βήμα πιο πέρα, προτείνοντας την αναθεώρηση του άρθρου 103 του Συντάγματος, προς συνταγματική κατοχύρωση της ψηφιακής διοίκησης, με στόχο την ταχεία διεκπεραίωση διοικητικών εργασιών, την άμεση και χωρίς χρονικές καθυστερήσεις προστασία των συμφερόντων των διοικουμένων, μέσα από πρόβλεψη αποκλειστικών προθεσμιών για τη διοίκηση, η υπέρβαση των οποίων θα αποτελεί παράβαση νόμου, που θα επιφέρει δυσμενείς συνέπειες τόσο για τη διοίκηση όσο και για τον υπαίτιο υπάλληλο.
Εν κατακλείδι, η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας, περί αναθεώρησης της παρ. 7 του άρθρου 103 του Συντάγματος, προς συνταγματική κατοχύρωσης της αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων, δεν έγινε δεκτή, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας των μελών της Επιτροπής Αναθεώρησης, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της από 30-1-2019 συνεδρίασης της παρούσας Επιτροπής, περί ψηφοφορίας των προτάσεων για την αναθεώρηση του Συντάγματος.
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το ζήτημα της αξιολόγησης της επίδοσης των υπαλλήλων, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, το οποίο συνδέεται άμεσα με την προαγωγική τους εξέλιξη, αποτελεί αγκάθι, για την πλειοψηφία των δημοσίων υπαλλήλων. Οι τελευταίοι, συνήθως, αντιδρούν αμυντικά, όχι τόσο από φόβο προς το θεσμό, μήπως και κριθούν ανεπαρκείς, αλλά επειδή διαφωνούν με τις προϋποθέσεις και την ίδια τη διαδικασία της αξιολόγησης, θεωρώντας ότι αυτή στερείται αμεροληψίας.
Είναι γεγονός ότι η αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων έχει ευτελιστεί, λόγω της αναξιοπιστίας και της αναποτελεσματικότητάς της, καθώς δεν παρέχει τα απαιτούμενα εχέγγυα αντικειμενικότητας. Κι αυτό διότι τα πρόσωπα που είναι επιφορτισμένα με την αρμοδιότητα να αξιολογήσουν την επίδοση των υπαλλήλων, εντάσσονται και τα ίδια στην υπαλληλική ιεραρχία, αποκτούν δε την εν λόγω εξουσία κρίσης με μόνη την ιδιότητά τους ως ιεραρχικά ανώτερων προσώπων, χωρίς να λαμβάνονται υπόψιν άλλες ιδιότητες και ικανότητες που απαιτούνται για να τους καταστήσουν αξιόπιστους ως κριτές, όπως η αξιοκρατική επιλογή του στη θέση ευθύνης που κατέχει, οι ειδικές γνώσεις και η ενδεχόμενη επιμόρφωση ως προς την αξιολόγηση προσώπων, η διαπιστωμένη αρτιότητα του χαρακτήρα του. Περαιτέρω, κατά τη διαδικασία της αξιολόγησης, δε λαμβάνεται καθόλου υπόψη το εργασιακό περιβάλλον του υπαλλήλου και οι υλικοτεχνικές υποδομές που αυτός έχει στη διάθεσή του, προς αποτελεσματικότερη εκτέλεση των καθηκόντων του, καθώς ο υπάλληλος κρίνεται αυτοτελώς, έχοντας η συγκεκριμένη κρίση αποσυνδεθεί από το ζήτημα της καταλληλότητας και της προσφορότητας ή μη του εργασιακού περιβάλλοντος να ενισχύσει την αποδοτικότητα του υπαλλήλου.
Ίσως στο πεδίο της αξιολόγησης των υπαλλήλων, ως μέσο τόσο για τη διατήρηση της θέσης τους όσο και για την προαγωγική τους εξέλιξη, η οποία αποτελεί μια από τις συνταγματικές εγγυήσεις που απορρέουν από την αρχή της μονιμότητας, η τελευταία να έχει καταστεί εμπόδιο στην αυτοβελτίωση των υπαλλήλων, η οποία, όμως, συνέχεται, αναγκαστικά, και με τη βελτίωση των παρεχόμενων δημόσιων υπηρεσιών. Η δεδομένη βιοποριστική εξασφάλιση των υπαλλήλων και η προαγωγική εξέλιξη των υπαλλήλων δεν αναιρούνται από το πόρισμα της αξιολόγησής τους, χάρη στην αρχή της μονιμότητας και στο βαθμολογικό σύστημα προαγωγών, που στηρίζεται, κυρίως, στην χρονική παραμονή του υπαλλήλου σε ορισμένο βαθμό, πριν προαχθεί στον επόμενο. Αναιρείται, ωστόσο, το κίνητρό τους για προσωπική ανάπτυξη, η οποία όμως συνέχεται, αναγκαστικά, και με τη βελτίωση των παρεχόμενων δημόσιων υπηρεσιών.